θεριστός: Difference between revisions
From LSJ
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=theristos | |Transliteration C=theristos | ||
|Beta Code=qeristo/s | |Beta Code=qeristo/s | ||
|Definition= | |Definition=θεριστή, θεριστόν<b class="b3">, τὸ θ.</b> a kind of<br><span class="bld">A</span> [[balsam]], Dsc.1.19 codd. ([[εὐθέριστον]] Wellm.).<br><span class="bld">θέριστος</span> and θεριστός, ὁ, v. [[θέριτος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18. | |lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεριστός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[θερίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεριστά</i><br />ό,τι έχει θεριστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θεριστόν</i><br />[[είδος]] βάλσαμου. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:14, 25 August 2023
English (LSJ)
θεριστή, θεριστόν, τὸ θ. a kind of
A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).
θέριστος and θεριστός, ὁ, v. θέριτος.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.
Greek Monolingual
θεριστός, -ή, -όν (ΑΜ) θερίζω
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά
ό,τι έχει θεριστεί
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν
είδος βάλσαμου.