ῥακόεις: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=rakoeis | |Transliteration C=rakoeis | ||
|Beta Code=r(ako/eis | |Beta Code=r(ako/eis | ||
|Definition= | |Definition=ῥακόεσσα, ῥακόεν,<br><span class="bld">A</span> [[ragged]], [[torn]], [[tattered]], AP6.21.<br><span class="bld">II</span> ([[ῥάκος]] II) [[wrinkled]], [[χρώς]] ib.11.66 (Antiphil.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:15, 25 August 2023
English (LSJ)
ῥακόεσσα, ῥακόεν,
A ragged, torn, tattered, AP6.21.
II (ῥάκος II) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.
Russian (Dvoretsky)
ῥᾰκόεις: όεσσα, όεν
1 изодранный, в лохмотьях Anth.;
2 морщинистый, сморщенный (χρὼς παρειῆς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.
Greek Monolingual
-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].
Greek Monotonic
ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.
Middle Liddell
ῥᾰκόεις, εσσα, εν
I. ragged, torn, tattered, Anth.
II. wrinkled, Anth. [from ῥᾰ́κος]