ἀμφισβητηματικός: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=amfisvitimatikos
|Transliteration C=amfisvitimatikos
|Beta Code=a)mfisbhthmatiko/s
|Beta Code=a)mfisbhthmatiko/s
|Definition=ή, όν, = [[ἀμφισβητήσιμος]] ([[disputable]], [[debatable]], [[disputed]], [[doubtful]], [[in doubt]]) ; τὰ ἀμφισβητηματικά Aps. p. 236 H.
|Definition=ἀμφισβητηματική, ἀμφισβητηματικόν, = [[ἀμφισβητήσιμος]] ([[disputable]], [[debatable]], [[disputed]], [[doubtful]], [[in doubt]]) ; τὰ ἀμφισβητηματικά Aps. p. 236 H.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[discutible]] ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς [[δεῖ]] ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[discutible]] ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς [[δεῖ]] ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβητηματικός Medium diacritics: ἀμφισβητηματικός Low diacritics: αμφισβητηματικός Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: amphisbētēmatikós Transliteration B: amphisbētēmatikos Transliteration C: amfisvitimatikos Beta Code: a)mfisbhthmatiko/s

English (LSJ)

ἀμφισβητηματική, ἀμφισβητηματικόν, = ἀμφισβητήσιμος (disputable, debatable, disputed, doubtful, in doubt) ; τὰ ἀμφισβητηματικά Aps. p. 236 H.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
discutible ἐν δὲ ταῖς ἀμφισβητήσεσι καὶ τοῖς ἀμφισβητηματικοῖς δεῖ ὁρᾶν τὰ διάφορα Aps.p.236.