προχάζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prochazo | |Transliteration C=prochazo | ||
|Beta Code=proxa/zw | |Beta Code=proxa/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[advance]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]], Phot.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀναποδίζω]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 09:16, 25 August 2023
English (LSJ)
A advance, Hsch., Phot.
2 = ἀναποδίζω, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
προχάζω: προχωρῶ, «προχάζοις· προβαίνοις. ἀναποδίζοις» καὶ «πρόχασον· πρόελθε» Ἡσύχ.· «προχάζοις: προβαίνοις» Φώτ.
Greek Monolingual
Α
1. (κατά τον Φώτ.) «προχάζοις
προβαίνοις»
2. (κατά τον Ησύχ.) «προχάζοις
ἀναποδίζοις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + χάζομαι «υποχωρώ, αποσύρομαι». Το ρ. απαντά σπανίως στην ενεργ. φωνή κυρίως σε συνθ. ρ. (πρβλ. αναχάζω)].