ψιλεύς: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psileys
|Transliteration C=psileys
|Beta Code=yileu/s
|Beta Code=yileu/s
|Definition=έως, ὁ, in plural <b class="b3">ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες</b>, Hsch.; <b class="b3">ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος</b>, Suid.
|Definition=-έως, ὁ, in plural <b class="b3">ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; <b class="b3">ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος</b>, Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. <i>ἱππ</i>-<i>εύς</i>), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ὁ [[ὕστατος]] χορεύων»<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψίλον]], δωρ. τ. του [[πτίλον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ἱππεύς]]), ενώ, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. [[ψιλός]].
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψιλεύς Medium diacritics: ψιλεύς Low diacritics: ψιλεύς Capitals: ΨΙΛΕΥΣ
Transliteration A: psileús Transliteration B: psileus Transliteration C: psileys Beta Code: yileu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, in plural ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες, Hsch.; ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος, Suid.

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, der im Chor voransteht, weil im Kriegsheere die ψιλοί die Vordertreffen bilden, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλεύς: έως, ὁ, ὁ τελευταῖος ἐν χορῷ, «ψιλεῖς· οἱ ὕστατοι χορεύοντες» Ἡσύχ.· ― ὁ Σουΐδ. λέγει «ὁ ἐπ’ ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».

Greek Monolingual

-έως, ὁ, Α
1. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ὕστατος χορεύων»
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ὁ ἐπ' ἄκρου χοροῦ ἱστάμενος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -εύς (πρβλ. ἱππεύς), ενώ, κατ' άλλη άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από το επίθ. ψιλός.