στηρικτός: Difference between revisions
From LSJ
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stiriktos | |Transliteration C=stiriktos | ||
|Beta Code=sthrikto/s | |Beta Code=sthrikto/s | ||
|Definition= | |Definition=στηρικτή, στηρικτόν, [[solid]], [[firmly based]], ''Hymn.Is.'' 163. = [[στηρικτικός]] ([[stationary]]), ''Cat.Cod.Astr.'' 1.100. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[ασάλευτος]] («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)<br /><b>2.</b> [[στηρικτικός]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[στηρίζω]]<br /><b>1.</b> [[σταθερός]], [[ασάλευτος]] («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)<br /><b>2.</b> [[στηρικτικός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:17, 25 August 2023
English (LSJ)
στηρικτή, στηρικτόν, solid, firmly based, Hymn.Is. 163. = στηρικτικός (stationary), Cat.Cod.Astr. 1.100.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στηρίζω
1. σταθερός, ασάλευτος («ἄκραις στηρικταῑς», Ύμν. Ίσ.)
2. στηρικτικός.