τριτοπηλίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tritopilis
|Transliteration C=tritopilis
|Beta Code=tritophli/s
|Beta Code=tritophli/s
|Definition=<b class="b3">σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι</b>, Hsch. (v. [[τρόπαλις]]).
|Definition=σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (v. [[τρόπαλις]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκορόδων [[δέσμη]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. τ. [[αντί]] του [[τρόπαλις]] (<b>πρβλ.</b> [[τροπαλλίς]], αττ. τ. [[τρόπηλις]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[τρίτος]].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σκορόδων [[δέσμη]]...».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. τ. [[αντί]] του [[τρόπαλις]] (<b>πρβλ.</b> [[τροπαλλίς]], αττ. τ. [[τρόπηλις]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] του [[τρίτος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριτοπηλίς Medium diacritics: τριτοπηλίς Low diacritics: τριτοπηλίς Capitals: ΤΡΙΤΟΠΗΛΙΣ
Transliteration A: tritopēlís Transliteration B: tritopēlis Transliteration C: tritopilis Beta Code: tritophli/s

English (LSJ)

σκορόδων δέσμη, ἀπὸ τοῦ πεπιλῆσθαι καὶ συνεστράφθαι, Hsch. (v. τρόπαλις).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκορόδων δέσμη...».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. τ. αντί του τρόπαλις (πρβλ. τροπαλλίς, αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ' επίδραση του τρίτος.