ξυλόφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylofraktos
|Transliteration C=ksylofraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fenced with wood</b>, <b class="b3">ξ. γέφυρα</b>, = [[pons sublicius]], <span class="bibl">D.H.3.55</span>,<span class="bibl">5.24</span>,<span class="bibl">9.68</span>.</span>
|Definition=ξυλόφρακτον, [[fenced with wood]], ξυλόφρακτος [[γέφυρα]] = [[pons sublicius]], D.H.3.55,5.24,9.68.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
|lstext='''ξῠλόφρακτος''': -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ [[γέφυρα]] [[pons]] [[sublicius]], Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ημί</i>-<i>φρακτος</i>].
|mltxt=[[ξυλόφρακτος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με [[ξύλο]] («[[ξυλόφρακτος]] [[γέφυρα]]», Διον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φράσσω]]), <b>πρβλ.</b> [[ημίφρακτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόφρακτος Medium diacritics: ξυλόφρακτος Low diacritics: ξυλόφρακτος Capitals: ΞΥΛΟΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: xylóphraktos Transliteration B: xylophraktos Transliteration C: ksylofraktos Beta Code: culo/fraktos

English (LSJ)

ξυλόφρακτον, fenced with wood, ξυλόφρακτος γέφυρα = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.

German (Pape)

[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.

Greek Monolingual

ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλοξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημίφρακτος].