ξυλόφρακτος: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
mNo edit summary
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksylofraktos
|Transliteration C=ksylofraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Beta Code=culo/fraktos
|Definition=ον, [[fenced with wood]], ξυλόφρακτος [[γέφυρα]] = [[pons sublicius]], D.H.3.55,5.24,9.68.
|Definition=ξυλόφρακτον, [[fenced with wood]], ξυλόφρακτος [[γέφυρα]] = [[pons sublicius]], D.H.3.55,5.24,9.68.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόφρακτος Medium diacritics: ξυλόφρακτος Low diacritics: ξυλόφρακτος Capitals: ΞΥΛΟΦΡΑΚΤΟΣ
Transliteration A: xylóphraktos Transliteration B: xylophraktos Transliteration C: ksylofraktos Beta Code: culo/fraktos

English (LSJ)

ξυλόφρακτον, fenced with wood, ξυλόφρακτος γέφυρα = pons sublicius, D.H.3.55,5.24,9.68.

German (Pape)

[Seite 282] mit Holz eingehägt, befestigt, γέφυρα, D. Hal. 5, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόφρακτος: -ον, πεφραγμένος διὰ ξύλων, ἔχων ξύλινον φραγμόν, ξ. ξέφυρα, ἡ ἐν Ρώμῃ γέφυρα pons sublicius, Διον. Ἁλ. 3. 55., 5. 24., 9. 68.

Greek Monolingual

ξυλόφρακτος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξύλινο φραγμό, περιφραγμένος με ξύλοξυλόφρακτος γέφυρα», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -φρακτος (< φράσσω), πρβλ. ημίφρακτος].