λινικός: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=linikos
|Transliteration C=linikos
|Beta Code=liniko/s
|Beta Code=liniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pertaining to flax]]: -[[κή]], [[]], [[tax on flax]], PTeb.347.12 (ii A. D.).</span>
|Definition=λινική, λινικόν, [[pertaining to flax]]: -[[κή]], ἡ, [[tax on flax]], PTeb.347.12 (ii A. D.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λινικός]], -ή, -όν (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ λινική</i><br />[[φόρος]] για το [[λινάρι]].
|mltxt=[[λινικός]], -ή, -όν (Α) [[λίνον]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[λινάρι]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ λινική</i><br />[[φόρος]] για το [[λινάρι]].
}}
}}

Latest revision as of 09:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινικός Medium diacritics: λινικός Low diacritics: λινικός Capitals: ΛΙΝΙΚΟΣ
Transliteration A: linikós Transliteration B: linikos Transliteration C: linikos Beta Code: liniko/s

English (LSJ)

λινική, λινικόν, pertaining to flax: -κή, ἡ, tax on flax, PTeb.347.12 (ii A. D.).

Greek Monolingual

λινικός, -ή, -όν (Α) λίνον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λινάρι
2. το θηλ. ἡ λινική
φόρος για το λινάρι.