ὑπάλληλος: Difference between revisions
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
(6_18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypallilos | |Transliteration C=ypallilos | ||
|Beta Code=u(pa/llhlos | |Beta Code=u(pa/llhlos | ||
|Definition= | |Definition=ὑπάλληλον, [[subordinate]], [[subaltern]], Arist.Metaph.1018b1, Dam. Pr.87. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1181.png Seite 1181]] einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1181.png Seite 1181]] einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπάλληλος:''' (логически) [[подчиненный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπάλληλος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἕτερον, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον Ἀριστ. Μετὰ Φυσ. 4. 10, 4. | |lstext='''ὑπάλληλος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἕτερον, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον Ἀριστ. Μετὰ Φυσ. 4. 10, 4. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο / [[ὑπάλληλος]], -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν<br />αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο</i>, η [[υπάλληλος]]<br />[[πρόσωπο]] που παρέχει εξαρτημένη [[εργασία]] και αμοίβεται με [[μισθό]] («[[τραπεζικός]] [[υπάλληλος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα του κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική [[σχέση]] [[ευθέως]] με το νομικό [[πρόσωπο]] της πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική [[σχέση]] εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική [[ευθύνη]]<br />β) «[[ιδιωτικός]] [[υπάλληλος]]» — [[υπάλληλος]] ιδιωτικής επιχείρησης<br />γ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τους<br />δ) «υπάλληλες έννοιες»<br /><b>(λογ.)</b> δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο [[πλάτος]] και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την [[άλλη]], η οποία έχει μικρότερο [[πλάτος]] και λέγεται υποκείμενη, όπως [[είναι]] λ.χ. η [[έννοια]] [[σπονδυλόζωο]], η οποία περιλαμβάνει την [[έννοια]] <i>θηλαστικό</i><br />ε) «υπάλληλες κρίσεις»<br /><b>(λογ.)</b> οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο [[ποσόν]] εμπεριέχει την [[άλλη]], που έχει μικρότερο [[ποσόν]] [[αλλά]] το ίδιο [[ποιόν]], όπως λ.χ. η γενική αποφατική [[κρίση]] εμπεριέχει τη μερική αποφατική [[κρίση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. <i>υπ</i>' [[αλλήλων]] ([[πρβλ]]. [[παράλληλος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:28, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπάλληλον, subordinate, subaltern, Arist.Metaph.1018b1, Dam. Pr.87.
German (Pape)
[Seite 1181] einander untergeordnet, Arist. metaph. 4, 10.
Russian (Dvoretsky)
ὑπάλληλος: (логически) подчиненный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάλληλος: -ον, ὁ ὑπὸ ἕτερον, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον Ἀριστ. Μετὰ Φυσ. 4. 10, 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπάλληλος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που υπόκειται, που υπάγεται σε άλλον
νεοελλ.
1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η υπάλληλος
πρόσωπο που παρέχει εξαρτημένη εργασία και αμοίβεται με μισθό («τραπεζικός υπάλληλος»)
2. φρ. α) «δημόσιοι υπάλληλοι» — όργανα του κράτους που συνδέονται με προαιρετική υπηρεσιακή οργανική σχέση ευθέως με το νομικό πρόσωπο της πολιτείας, τελούν σε ιεραρχική σχέση εξάρτησης και υπέχουν αστική ποινική και πειθαρχική ευθύνη
β) «ιδιωτικός υπάλληλος» — υπάλληλος ιδιωτικής επιχείρησης
γ) «δημοτικοί και κοινοτικοί υπάλληλοι» — οι έμμισθοι υπάλληλοι τών δήμων και τών κοινοτήτων ή τών οργανισμών τους
δ) «υπάλληλες έννοιες»
(λογ.) δύο έννοιες από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο πλάτος και ονομάζεται υπερκείμενη εμπεριέχει την άλλη, η οποία έχει μικρότερο πλάτος και λέγεται υποκείμενη, όπως είναι λ.χ. η έννοια σπονδυλόζωο, η οποία περιλαμβάνει την έννοια θηλαστικό
ε) «υπάλληλες κρίσεις»
(λογ.) οι κρίσεις από τις οποίες η μία που έχει μεγαλύτερο ποσόν εμπεριέχει την άλλη, που έχει μικρότερο ποσόν αλλά το ίδιο ποιόν, όπως λ.χ. η γενική αποφατική κρίση εμπεριέχει τη μερική αποφατική κρίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. υπ' αλλήλων (πρβλ. παράλληλος)].