ἐφάπλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(6_22)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efaploma
|Transliteration C=efaploma
|Beta Code=e)fa/plwma
|Beta Code=e)fa/plwma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">anything spread over, rug, cloak</b>, <span class="bibl">Eust.1347.40</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό, anything [[spread over]], [[rug]], [[cloak]], Eust.1347.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφάπλωμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον ἐπί τινος, «τοὺς τάπητας οὓς οἱ παλαιοὶ μεταβολεῖς τῶν λέξεων, ἓν πρὸς ἓν φράζοντες ἐφαπλώματα ἑρμηνεύουσιν» Εὐστ. 1347. 40, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: πάπλωμα.
|lstext='''ἐφάπλωμα''': τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον ἐπί τινος, «τοὺς τάπητας οὓς οἱ παλαιοὶ μεταβολεῖς τῶν λέξεων, ἓν πρὸς ἓν φράζοντες ἐφαπλώματα ἑρμηνεύουσιν» Εὐστ. 1347. 40, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: πάπλωμα.
}}
{{grml
|mltxt=και [[πάπλωμα]], το (Μ [[ἐφάπλωμα]]) [[εφαπλώ]]<br />[[καθετί]] που απλώνεται [[πάνω]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] για κάλυψή του και ιδιαίτερα το [[κλινοσκέπασμα]] που [[είναι]] γεμάτο από [[βαμβάκι]] ή πούπουλα, κν. [[πάπλωμα]].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφάπλωμα Medium diacritics: ἐφάπλωμα Low diacritics: εφάπλωμα Capitals: ΕΦΑΠΛΩΜΑ
Transliteration A: epháplōma Transliteration B: ephaplōma Transliteration C: efaploma Beta Code: e)fa/plwma

English (LSJ)

-ατος, τό, anything spread over, rug, cloak, Eust.1347.40.

German (Pape)

[Seite 1112] τό, das darüber Ausgebreitete, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφάπλωμα: τό, πᾶν τὸ ἁπλούμενον ἐπί τινος, «τοὺς τάπητας οὓς οἱ παλαιοὶ μεταβολεῖς τῶν λέξεων, ἓν πρὸς ἓν φράζοντες ἐφαπλώματα ἑρμηνεύουσιν» Εὐστ. 1347. 40, πρβλ. τὸ τῆς συνηθείας: πάπλωμα.

Greek Monolingual

και πάπλωμα, το (Μ ἐφάπλωμα) εφαπλώ
καθετί που απλώνεται πάνω σε κάτι άλλο για κάλυψή του και ιδιαίτερα το κλινοσκέπασμα που είναι γεμάτο από βαμβάκι ή πούπουλα, κν. πάπλωμα.