πρωτόμισθος: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protomisthos | |Transliteration C=protomisthos | ||
|Beta Code=prwto/misqos | |Beta Code=prwto/misqos | ||
|Definition= | |Definition=πρωτόμισθον, [[serving for hire first]], Lyc.1384. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
πρωτόμισθον, serving for hire first, Lyc.1384.
German (Pape)
[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγομισθος].