ἰσικιάριος: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isikiarios | |Transliteration C=isikiarios | ||
|Beta Code=i)sikia/rios | |Beta Code=i)sikia/rios | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑς], ὁ, [[sausage-maker]], PStrassb.46 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσικιάριος]], ὁ (Α) [[ισίκιον]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο [[κρέας]]. | |mltxt=[[ἰσικιάριος]], ὁ (Α) [[ισίκιον]]<br /><b>πάπ.</b> αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο [[κρέας]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:39, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῑς], ὁ, sausage-maker, PStrassb.46 (vi A.D.).
Greek Monolingual
ἰσικιάριος, ὁ (Α) ισίκιον
πάπ. αυτός που κατασκεύαζε ισίκια, φαγητά από λεπτοκομμένο κρέας.