θεόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=theomorfos
|Transliteration C=theomorfos
|Beta Code=qeo/morfos
|Beta Code=qeo/morfos
|Definition=ον, [[of form divine]], AP12.196 (Strat.).
|Definition=θεόμορφον, [[of form divine]], AP12.196 (Strat.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόμορφος Medium diacritics: θεόμορφος Low diacritics: θεόμορφος Capitals: ΘΕΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: theómorphos Transliteration B: theomorphos Transliteration C: theomorfos Beta Code: qeo/morfos

English (LSJ)

θεόμορφον, of form divine, AP12.196 (Strat.).

German (Pape)

[Seite 1196] von göttlicher Gestalt, Strat. 38 (XII, 196).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une forme ou d'une beauté divine.
Étymologie: θεός, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

θεόμορφος: с божественной наружностью, богоподобный (sc. παῖς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

θεόμορφος: -ον, θείαν ἔχων μορφή, Ἀνθ. Π. 12. 196· - οὐσιαστ. θεομορφία, ἡ, Θ. Στουδ. σ. 1273, ἔκδ. Μί.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θεόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θεού, ο ωραίος σαν θεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος. Ο νεοελλ. τ. < θε- (βλ. θεο-) + όμορφος (< εύ-μορφος)].

Greek Monotonic

θεόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει θεϊκή μορφή, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

θεό-μορφος, ον μορφή
of form divine, Anth.