ἐρωτομανία: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
(c1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erotomania | |Transliteration C=erotomania | ||
|Beta Code=e)rwtomani/a | |Beta Code=e)rwtomani/a | ||
|Definition=ἡ,= | |Definition=ἡ, = [[ἐρωμανία]], [[raving love]], Plu.2.451f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. [[ἐρωμανία]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1041.png Seite 1041]] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. [[ἐρωμανία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />[[folle passion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]], [[μαίνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρωτομᾰνία:''' ἡ Plut. = [[ἐρωμανία]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐρωτομᾰνία''': ἡ, =[[ἐρωμανία]], ἐμμανὴς [[ἔρως]], Πλούτ. 2. 451Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ερωμανία]], η (AM [[ἐρωτομανία]] και [[ἐρωμανία]]) [[ερωτομανής]]<br />[[μανία]] ερωτική, [[σφοδρός]] [[έρωτας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />παραληρητική [[κατάσταση]] [[κατά]] την οποία το [[άτομο]] που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, [[συνήθως]] πλατωνικό, έρωτα [[προς]] απρόσιτο [[άτομο]] του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = ἐρωμανία, raving love, Plu.2.451f.
German (Pape)
[Seite 1041] ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
folle passion.
Étymologie: ἔρως, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐρωτομᾰνία: ἡ Plut. = ἐρωμανία.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτομᾰνία: ἡ, =ἐρωμανία, ἐμμανὴς ἔρως, Πλούτ. 2. 451Ε.
Greek Monolingual
και ερωμανία, η (AM ἐρωτομανία και ἐρωμανία) ερωτομανής
μανία ερωτική, σφοδρός έρωτας
νεοελλ.
παραληρητική κατάσταση κατά την οποία το άτομο που πάσχει κατέχεται από ακατανίκητο, συνήθως πλατωνικό, έρωτα προς απρόσιτο άτομο του άλλου φύλου ή νομίζει ότι αγαπιέται από εκείνο.