στομωτής: Difference between revisions
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stomotis | |Transliteration C=stomotis | ||
|Beta Code=stomwth/s | |Beta Code=stomwth/s | ||
|Definition= | |Definition=στομωτοῦ, ὁ,= Lat. [[indurator]], ''Glossaria''. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0948.png Seite 948]] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''στομωτής''': -οῦ, ὁ, ([[στομόω]] ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν [[σίδηρον]] εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, Α [[στομῶ]]<br />[[τεχνίτης]] που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2023
English (LSJ)
στομωτοῦ, ὁ,= Lat. indurator, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 948] ὁ, der Eisen schärft, stählt, übh. der Verstärker, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στομωτής: -οῦ, ὁ, (στομόω ΙΙΙ) ὁ σκληρύνων καὶ μετατρέπων τὸν σίδηρον εἰς χάλυβα, Γλωσσ.· στομωτήρ. -ῆρος, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Α στομῶ
τεχνίτης που στομώνει σιδερένια εργαλεία, που μετατρέπει τον σίδηρο σε χάλυβα.