τίν: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid

Menander, Monostichoi, 180
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>.
|lsmtext='''τίν:''' [ῑ],<br /><b class="num">I.</b> όπως το <i>τεΐν</i>, Δωρ. δοτ. του <i>σύ</i>.<br /><b class="num">II.</b> Δωρ. αντί <i>σέ</i>.
}}
}}

Latest revision as of 09:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίν Medium diacritics: τίν Low diacritics: τιν Capitals: ΤΙΝ
Transliteration A: tín Transliteration B: tin Transliteration C: tin Beta Code: ti/n

English (LSJ)

Dor. dat. and acc. of σύ (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1117] dor. = σοί, dat. zu σύ, wie τεΐν, fast immer orthotonirt; Pind.; Callim. 29. 30 (VI, 347. 351); nur Theocr. 21, 28 enklitisch. – Auch accus., = σέ, orthotonirt; Pind. P. 8, 68; Theocr. 11, 39. 55. 68; Apoll. Dysc.

Russian (Dvoretsky)

τίν: дор.
1 (= σοί) dat. к σύ;
2 ( = σέ) acc. к σύ.

Greek (Liddell-Scott)

τίν: [ῑ], Δωρ. δοτ. τοῦ σύ, ὡς τὸ τεΐν. Πινδ. Ο. 11. 113, Θεόκρ. 2. 11, κ. ἀλλ. - οὐδαμοῦ ἐγκλίνεται· διότι ἐν Θεοκρ. 21. 28 ἤδη διορθοῦται τοι ΙΙ. Δωρ. ἀντὶ σέ, ὡσαύτως μετὰ τοῦ τόνου, Κόριννα 4, Πίνδ. 8, 67, Θεόκρ. 11. 39, 55, 68.

Greek Monolingual

και τίνη Α
(δωρ. τ. της δοτ. και αιτ. της προσ. αντων. β' προσ.) βλ. εσύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσύ].

Greek Monotonic

τίν: [ῑ],
I. όπως το τεΐν, Δωρ. δοτ. του σύ.
II. Δωρ. αντί σέ.