κτηνίατρος: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ktiniatros | |Transliteration C=ktiniatros | ||
|Beta Code=kthni/atros | |Beta Code=kthni/atros | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[cattle-doctor]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, cattle-doctor, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Μ κτηνίατρος)
1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων
2. αξιωματικός του κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός.