ἐκτέατο: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[κτάομαι]].
|dgtxt=v. [[κτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτέατο:''' ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκτέατο:''' Ιων. αντί <i>ἔκτηντο</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[κτάομαι]].
|lsmtext='''ἐκτέατο:''' Ιων. αντί <i>ἔκτηντο</i>, γʹ πληθ. υπερσ. του [[κτάομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκτέατο:''' ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτέατο Medium diacritics: ἐκτέατο Low diacritics: εκτέατο Capitals: ΕΚΤΕΑΤΟ
Transliteration A: ektéato Transliteration B: ekteato Transliteration C: ekteato Beta Code: e)kte/ato

English (LSJ)

Ion. 3pl. plpf. of κτάομαι.

Spanish (DGE)

v. κτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτέατο: ион. 3 л. pl. ppf. к κτέαμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτέατο: Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. τοῦ κτάομαι.

Greek Monotonic

ἐκτέατο: Ιων. αντί ἔκτηντο, γʹ πληθ. υπερσ. του κτάομαι.