μυστηριάζω: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(6_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mystiriazo
|Transliteration C=mystiriazo
|Beta Code=musthria/zw
|Beta Code=musthria/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">initio</b>, Gloss.</span>
|Definition=[[initio]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυστηριάζω''': [[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.
|lstext='''μυστηριάζω''': [[εἰσάγω]] τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[μυστηριάζω]] (ΑΜ) [[μυστήριον]]<br />μυώ, [[εισάγω]] κάποιον στα μυστήρια, [[κατηχώ]] κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.
}}
}}

Latest revision as of 09:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστηριάζω Medium diacritics: μυστηριάζω Low diacritics: μυστηριάζω Capitals: ΜΥΣΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: mystēriázō Transliteration B: mystēriazō Transliteration C: mystiriazo Beta Code: musthria/zw

English (LSJ)

initio, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 223] in die Mysterien einweihen, Sp., Wolf Anecd. Graec. 1, 137.

Greek (Liddell-Scott)

μυστηριάζω: εἰσάγω τινὰ εἰς τὰ μυστήρια, μυῶ, Φώτ., Εὐστ. Πονημάτ. 91. 29, κτλ.

Greek Monolingual

μυστηριάζω (ΑΜ) μυστήριον
μυώ, εισάγω κάποιον στα μυστήρια, κατηχώ κάποιον στις απόκρυφες και μυστικές θρησκευτικές τελετές και δοξασίες.