ὑλισμός: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(12)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ylismos
|Transliteration C=ylismos
|Beta Code=u(lismo/s
|Beta Code=u(lismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fusio</b>, Gloss.</span>
|Definition=ὁ, [[fusio]], ''Glossaria''.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1177.png Seite 1177]] ὁ, das Durchseihen, Clem. Alex.
}}
{{ls
|lstext='''ὑλισμός''': ὁ, ([[ὑλίζω]]) [[διύλισις]], [[διήθησις]], «στράγγισμα», Εἰρηναῖος 14, 8, σ. 73, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. Ι, 116, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (φιλοσ.-κοινων.) το ένα από τα δύο κύρια ρεύματα της φιλοσοφίας, το οποίο, σε [[αντίθεση]] με τον ιδεαλισμό, θεωρεί ως πρωταρχικό παράγοντα, ως θεμελιώδες [[στοιχείο]] του κόσμου την ύλη και ως δευτερεύον, παράγωγο, εξαρτημένο [[στοιχείο]] τη [[συνείδηση]], το [[πνεύμα]], τις ιδέες, αλλ. [[ματεριαλισμός]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[νοοτροπία]] που κατευθύνεται [[προς]] τις υλικές απολαύσεις και τα υλικά [[αγαθά]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[αυθόρμητος]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η [[πεποίθηση]] που πηγάζει από την πρακτική της καθημερινής ζωής για την εξ αντικειμένου ύπαρξη της πραγματικότητας η οποία μάς περιβάλλει, όπως αυτή παρουσιάζεται και προσπίπτει στις αισθήσεις μας<br />β) «[[διαλεκτικός]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> η φιλοσοφική [[αντίληψη]] που θεμελίωσαν ο Καρλ Μαρξ και ο Φρήντριχ Ένγκελς και η οποία συνδυάζει οργανικά τον υλισμό με τη [[διαλεκτική]] και επεκτείνει την υλιστική [[θεώρηση]] στην [[ερμηνεία]] τών κοινωνικών φαινομένων, έχοντας ως βασικές αρχές της την εξ αντικειμένου, ανεξάρτητα από τη [[συνείδηση]] ή το [[πνεύμα]], ύπαρξη του κόσμου, την υλική ενότητά του, την καθολική [[αλληλεξάρτηση]] τών φαινομένων, τον πρωταρχικό ρόλο τών εσωτερικών αντιθέσεων και την [[αυτοκίνηση]]<br />γ) «[[ιστορικός]] [[υλισμός]]»<br />(κοινων.-φιλοσ.) <b>βλ.</b> [[ιστορικός]]<br />δ) «[[μηχανιστικός]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> υλιστική φιλοσοφική [[αντίληψη]] που εξηγεί το [[σύμπαν]] με μηχανιστικό τρόπο και ερμηνεύει όλα τα φαινόμενα κατ' αναλογίαν [[προς]] τα μηχανικά φαινόμενα<br />ε) «[[οικονομικός]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> [[μονομερής]] υλιστική [[αντίληψη]] σε ό,τι αφορά την [[κοινωνία]], η οποία απολυτοποιεί τον καθοριστικό ρόλο του οικονομικού παράγοντα στην κοινωνική [[εξέλιξη]] και αρνείται τον ενεργό ρόλο τών ιδεών, τών θεσμών, τών πολιτικών οργανώσεων και, γενικά, της συνειδητής δραστηριότητας τών ανθρώπων στην [[εξέλιξη]] αυτή<br />στ) «[[φιλοσοφικός]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο [[υλισμός]] που εμφανίστηκε [[κατά]] την [[εξέλιξη]] τών ιδεών ως συνειδητή [[επιλογή]] και [[επεξεργασία]]<br />ζ) «[[χυδαίος]] [[υλισμός]]»<br /><b>(φιλοσ.)</b> απλουστευτική υλιστική φιλοσοφική [[θεώρηση]] που ανάγει τα [[πάντα]] στην ύλη ταυτίζοντάς την με τη [[συνείδηση]], με το [[πνεύμα]], με τις ιδέες, τα οποία θεωρεί ως άμεσα εκκρίματά της<br /><b>αρχ.</b><br />[[διήθηση]], [[στράγγισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὑλίζω]] «[[διηθώ]], [[στραγγίζω]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i>, [[καθίζημα]], [[κατακάθι]]). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. αποτελεί [[απόδοση]] στην Ελληνική του γαλλ. <i>materialisme</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>material</i> «[[υλικός]]»)].
}}
}}