ἐπιστημονικός: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722
(CSV import)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epistimonikos
|Transliteration C=epistimonikos
|Beta Code=e)pisthmoniko/s
|Beta Code=e)pisthmoniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">capable of knowledge</b>, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">de An.</span>431b27</span>; opp. <b class="b3">βουλευτικός</b>, <span class="bibl">Id.<span class="title">MM</span>1196b17</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">EN</span>1139a12</span>; θεὸς . . πάντων-ώτατον <span class="bibl">Id.<span class="title">Fr.</span>10</span> (=<span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.21</span>): Comp. -ώτερος <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>141b16</span>, <span class="bibl">Ph.<span class="title">Fr.</span>70</span> H. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span>. <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for science, scientific</b>, ἀρχαί <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>100b19</span>; <b class="b3">ὁ ὁρισμὸς</b> <b class="b3">-κός</b> (v.l. [[-κόν]]) <span class="bibl">Id.<span class="title">Metaph.</span>1039b32</span>; ἀποδείξεις Id.<span class="title">AP</span>0.75a30; <b class="b3">συλλογισμός</b> ib.71b18; αἴσθησις Phld.<span class="title">Mus.</span>p.11 K.; λόγοι <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>12.6</span>; ἐπίγνωσις <span class="title">Theol.Ar.</span>17; <b class="b3">οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ</b>. ib.58: Sup.<b class="b3">-ώτατον</b>, <b class="b3">ἔργον [ὁ κόσμος</b>] <span class="bibl">Ph.2.217</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>114b10</span>, <span class="bibl">Ph.2.417</span>.</span>
|Definition=ἐπιστημονική, ἐπιστημονικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of knowledge]], τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.''de An.''431b27; opp. [[βουλευτικός]], Id.''MM''1196b17, cf. ''EN''1139a12; θεὸς.. πάντων ἐπιστημονικώτατον Id.''Fr.''10 (=S.E.''M.''9.21): Comp. ἐπιστημονικώτερος Arist.''Top.''141b16, Ph.''Fr.''70 H.<br><span class="bld">II</span>. of or for [[science]], [[scientific]], ἀρχαί Arist.''Top.''100b19; <b class="b3">ὁ ὁρισμὸς</b> ἐπιστημονικός ([[varia lectio|v.l.]] ἐπιστημονικόν) Id.''Metaph.''1039b32; ἀποδείξεις Id.''AP''0.75a30; [[συλλογισμός]] ib.71b18; αἴσθησις Phld.''Mus.''p.11 K.; λόγοι Gal.''UP''12.6; ἐπίγνωσις ''Theol.Ar.''17; <b class="b3">οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ.</b> ib.58: Sup. ἐπιστημονικώτατον, <b class="b3">ἔργον [ὁ κόσμος]</b> Ph.2.217. Adv. [[ἐπιστημονικῶς]] Arist.''Top.''114b10, Ph.2.417.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0984.png Seite 984]] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς [[μέρος]] Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιστημονικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[познающий]] ([[μέρος]] τῆς ψυχῆς Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[научный]] ([[ὁρισμός]] Arst.).
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιστημονικός''': -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ [[λογιστικός]], τὸ ἐπ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· [[θεός]]... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ [[κατάλληλος]] διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· [[ἀπόδειξις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιστημονικός]], -ή, -όν) [[επιστήμων]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[επιστήμη]], που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική [[έρευνα]], [[συζήτηση]]», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική [[ἀπόδειξις]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να κατέχει την [[επιστήμη]], να μαθαίνει καλά [[κάτι]] («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστημονικός Medium diacritics: ἐπιστημονικός Low diacritics: επιστημονικός Capitals: ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: epistēmonikós Transliteration B: epistēmonikos Transliteration C: epistimonikos Beta Code: e)pisthmoniko/s

English (LSJ)

ἐπιστημονική, ἐπιστημονικόν,
A capable of knowledge, τὸ ἐ. τῆς ψυχῆς Arist.de An.431b27; opp. βουλευτικός, Id.MM1196b17, cf. EN1139a12; θεὸς.. πάντων ἐπιστημονικώτατον Id.Fr.10 (=S.E.M.9.21): Comp. ἐπιστημονικώτερος Arist.Top.141b16, Ph.Fr.70 H.
II. of or for science, scientific, ἀρχαί Arist.Top.100b19; ὁ ὁρισμὸς ἐπιστημονικός (v.l. ἐπιστημονικόν) Id.Metaph.1039b32; ἀποδείξεις Id.AP0.75a30; συλλογισμός ib.71b18; αἴσθησις Phld.Mus.p.11 K.; λόγοι Gal.UP12.6; ἐπίγνωσις Theol.Ar.17; οὐκ ἦν εὔλογον οὐδ' ἐ. ib.58: Sup. ἐπιστημονικώτατον, ἔργον [ὁ κόσμος] Ph.2.217. Adv. ἐπιστημονικῶς Arist.Top.114b10, Ph.2.417.

German (Pape)

[Seite 984] ή, όν, das Wissen betreffend, wissend, τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς μέρος Arist. Eth. 6, 2; auch adv., S. Emp. adv. phys. 283.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστημονικός:
1 познающий (μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
2 научный (ὁρισμός Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστημονικός: -ή, -όν, ἐπιδεκτικὸς ἐπιστήμης, γνώσεως, ἀντίθετον τῷ λογιστικός, τὸ ἐπ. μέρος τῆς ψυχῆς Ἀριστ. π. Ψυχ. 3. 8, 2, Ἠθ. Ν. 6. 1, 6· θεός... πάντων ἐπιστημονικώτατον ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 12. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἢ κατάλληλος διὰ τὴν ἐπιστήμην, ὡς καὶ νῦν, ἀρχαὶ ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 1. 1, 2· ὁρισμὸς ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 15, 3· ἀπόδειξις ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. Ὑστ. 1. 6, 11, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ. ἐν Τοπ. 2. 9, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιστημονικός, -ή, -όν) επιστήμων
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη, που ακολουθεί τους όρους της επιστήμης («επιστημονική έρευνα, συζήτηση», «ἐπιστημονικαὶ ἀρχαί», «ἐπιστημονική ἀπόδειξις»)
αρχ.
ο ικανός να κατέχει την επιστήμη, να μαθαίνει καλά κάτι («τὸ ἐπιστημονικὸν τῆς ψυχῆς», Αριστοτ.).