ὑπέκκαυμα: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypekkavma
|Transliteration C=ypekkavma
|Beta Code=u(pe/kkauma
|Beta Code=u(pe/kkauma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">combustible matter, fuel</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.22</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Resp.</span>473a5</span>, <span class="bibl"><span class="title">Mete.</span>341b19</span>, al.: metaph. of [[food]], as supplying animal heat, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>1.14</span>, Plu.2.694f, <span class="bibl">Aët.9.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">b</span> the supposed <b class="b2">Sphere of Fire</b> surrounding the atmosphere, <span class="bibl">Simp. <span class="title">in Cael.</span>20.26</span>, al. (quoting Arist.<span class="title">Mete.</span> l.c.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> metaph., [[provocative]], [[incentive]], ἔρωτος <span class="bibl">X.<span class="title">Smp.</span>4.25</span>; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική <span class="bibl">Men.237</span>, cf. Phld.<span class="title">Mus.</span>p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου <span class="bibl">Arist. <span class="title">Pr.</span>859b19</span>; πόθου καὶ χάριτος <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>15</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> [[combustible matter]], [[fuel]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.22, Arist.''Resp.''473a5, ''Mete.''341b19, al.: metaph. of [[food]], as supplying animal heat, Hp.''Aph.''1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.<br><span class="bld">b</span> the supposed [[Sphere of Fire]] surrounding the atmosphere, Simp. ''in Cael.''20.26, al. (quoting [[Aristotle|Arist.]]''[[Meteorologica|Mete.]]'' [[l.c.]]).<br><span class="bld">2</span> metaph., [[provocative]], [[incentive]], ἔρωτος X.''Smp.''4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.''Mus.''p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. ''Pr.''859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.''Lyc.''15.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; [[ἄσφαλτος]] Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Uebertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; [[λείψανον]] καὶ [[ὑπέκκαυμα]] πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1185.png Seite 1185]] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; [[ἄσφαλτος]] Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Übertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; [[λείψανον]] καὶ [[ὑπέκκαυμα]] πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> [[ce qui sert à allumer]], [[matière combustible]];<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ce qui enflamme, ce qui excite (l'amour, le désir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπεκκαίω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέκκαυμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1</b> [[зажигательный материал]], [[растопка]]: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς [[φλογός]] Plut. горючий материал;<br /><b class="num">2</b> перен. [[возбудитель]] (ἔρωτος [[οὐδέν]] ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπέκκαυμα''': τό, ὕλη [[καύσιμος]], ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος [[μουσικὴ]] Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
|lstext='''ὑπέκκαυμα''': τό, ὕλη [[καύσιμος]], ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος [[μουσικὴ]] Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> ce qui sert à allumer, matière combustible;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ce qui enflamme, ce qui excite (l’amour, le désir, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ὑπεκκαίω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αύματος, τὸ, Α [[ὑπεκκαίω]]<br /><b>1.</b> καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει [[κανείς]] [[φωτιά]], [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> υποτιθέμενη [[σφαίρα]] από [[φωτιά]] που περιβάλλει την [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[τροφή]] η οποία παρέχει ζωική [[θερμότητα]]<br />β) [[καθετί]] που προτρέπει, που παρακινεί, [[έναυσμα]] («πολλοῑς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος [[μουσική]]», Μέν.).
|mltxt=-αύματος, τὸ, Α [[ὑπεκκαίω]]<br /><b>1.</b> καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει [[κανείς]] [[φωτιά]], [[προσάναμμα]]<br /><b>2.</b> υποτιθέμενη [[σφαίρα]] από [[φωτιά]] που περιβάλλει την [[ατμόσφαιρα]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> α) η [[τροφή]] η οποία παρέχει ζωική [[θερμότητα]]<br />β) [[καθετί]] που προτρέπει, που παρακινεί, [[έναυσμα]] («πολλοῖς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος [[μουσική]]», Μέν.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ.
|lsmtext='''ὑπέκκαυμα:''' -ατος, τό ([[ἐκκαίω]]), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., [[έναυσμα]], [[ερέθισμα]], [[ελατήριο]], [[κίνητρο]], Λατ. [[fomes]], <i>ἔρωτος</i>, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέκκαυμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> зажигательный материал, растопка: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς [[φλογός]] Plut. горючий материал;<br /><b class="num">2)</b> перен. возбудитель (ἔρωτος [[οὐδέν]] ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέκκαυμα]], ατος, τό, [[ἐκκαίω]]<br />[[combustible]] [[matter]], [[fuel]], Xen.:—metaph. an [[incentive]], Lat. [[fomes]], ἔρωτος Xen.
|mdlsjtxt=[[ὑπέκκαυμα]], ατος, τό, [[ἐκκαίω]]<br />[[combustible]] [[matter]], [[fuel]], Xen.:—metaph. an [[incentive]], Lat. [[fomes]], ἔρωτος Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέκκαυμα Medium diacritics: ὑπέκκαυμα Low diacritics: υπέκκαυμα Capitals: ΥΠΕΚΚΑΥΜΑ
Transliteration A: hypékkauma Transliteration B: hypekkauma Transliteration C: ypekkavma Beta Code: u(pe/kkauma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A combustible matter, fuel, X.Cyr.7.5.22, Arist.Resp.473a5, Mete.341b19, al.: metaph. of food, as supplying animal heat, Hp.Aph.1.14, Plu.2.694f, Aët.9.19.
b the supposed Sphere of Fire surrounding the atmosphere, Simp. in Cael.20.26, al. (quoting Arist.Mete. l.c.).
2 metaph., provocative, incentive, ἔρωτος X.Smp.4.25; πολλοῖς ὑ. ἔστ' ἔρωτος μουσική Men.237, cf. Phld.Mus.p.80 K.; ὑ. τῆς νόσου Arist. Pr.859b19; πόθου καὶ χάριτος Plu.Lyc.15.

German (Pape)

[Seite 1185] τό, womit man Etwas anzündet, Zunder; ἄσφαλτος Xen. Cyr. 7, 5, 22; τῆς φλογός Plut. Alex. 35. – Übertr., Reizmittel, ἔρωτος Xen. Conv. 4, 25; λείψανον καὶ ὑπέκκαυμα πόθου Plut. Lyc. 15; τῆς ἀρετῆς Agesil. 5; consol. ad ux. 7 sec. Epic. 4 u. öfter; vgl. Jae. Ach. Tat. p. 424. 498.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
I. ce qui sert à allumer, matière combustible;
II. p. anal.
1 ce qui réchauffe (le corps), nourriture, aliment;
2 fig. ce qui enflamme, ce qui excite (l'amour, le désir, etc.).
Étymologie: ὑπεκκαίω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέκκαυμα: ατος τό
1 зажигательный материал, растопка: ἀσφάλτῳ ὑπεκκαύματι κεχρισμένος Xen. смазанный легко воспламеняющимся асфальтом; ὑ. τῆς φλογός Plut. горючий материал;
2 перен. возбудитель (ἔρωτος οὐδέν ἐστι δεινότερον ὑ. Xen.; τῆς νόσου Arst.; τῆς λύπης Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέκκαυμα: τό, ὕλη καύσιμος, ξύλα, Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22, Ἀριστ. Πολ. 6. 1, Μετεωρ. 1. 4, 4, κ. ἀλλ.· ― μεταφορ., ἐπὶ τῆς τροφῆς ὡς παρεχούσης ζωϊκὴν θερμότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1243, πρβλ. Πλούτ. 2. 694F. 2) μεταφορ., τὸ παρακινοῦν, προτρέπον τινὰ εἴς τι, ἐλατήριον, Λατ. fomes, ἔρωτος Ξεν. Συμπ. 4. 25· πολλοῖς ὑπέκκαυμ’ ἔστ’ ἔρωτος μουσικὴ Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 2· ὑπ. τῆς νόσου Ἀριστ. Προβλ. 1. 7· πόθου καὶ χάριτος Πλουτ. Λυκοῦργ. 15.

Greek Monolingual

-αύματος, τὸ, Α ὑπεκκαίω
1. καύσιμη ύλη με την οποία ανάβει κανείς φωτιά, προσάναμμα
2. υποτιθέμενη σφαίρα από φωτιά που περιβάλλει την ατμόσφαιρα
3. μτφ. α) η τροφή η οποία παρέχει ζωική θερμότητα
β) καθετί που προτρέπει, που παρακινεί, έναυσμα («πολλοῖς ὑπέκκαυμ' ἔστ' ἔρωτος μουσική», Μέν.).

Greek Monotonic

ὑπέκκαυμα: -ατος, τό (ἐκκαίω), καύσιμη, εύφλεκτη ύλη, καύσιμο, σε Ξεν.· μεταφ., έναυσμα, ερέθισμα, ελατήριο, κίνητρο, Λατ. fomes, ἔρωτος, στον ίδ.

Middle Liddell

ὑπέκκαυμα, ατος, τό, ἐκκαίω
combustible matter, fuel, Xen.:—metaph. an incentive, Lat. fomes, ἔρωτος Xen.