περκάζω: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - " ;" to ";") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=perkazo | |Transliteration C=perkazo | ||
|Beta Code=perka/zw | |Beta Code=perka/zw | ||
|Definition=([[πέρκος]] < | |Definition=([[πέρκος]]<br><span class="bld">A</span> = [[περκνός]]) [[become dark]], [[turn dark]], of grapes beginning to ripen, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2; ὅταν ἄρτι π. σταφυλή [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.11.7, cf. ''Hymn.Is.''168, [[LXX]] ''Am.''9.13; ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[De Causis Plantarum|CP]]'' 3.16.3, etc.; of olives, ''Gp.''9.19.2; of flowers, Porph.''VP''44.<br><span class="bld">2</span> metaph., of young men, whose beard begins to [[darken]] their faces, Call.''Lav.Pall.'' 76.<br><span class="bld">II</span> Act., [[make dark-coloured]], Dsc.5.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] schwarzblau, dunkelfarbig werden, sich dunkel färben, bes. von den blauen Weintrauben u. den Oliven, die anfangen zu reisen und sich färben, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f, Theophr. u. A., ὄμφακι περκάζοντι ἐοικώς, Plut. Symp. 3, 2, 1. – Auch übtr., [[ἄρτι]] γένεια περκάζων, Callim. Lav. Pall. 76, vom Jünglinge, dem das erste Barthaar wächst u. die Gesichtsfarbe dunkler macht. – Hesych. erklärt auch [[ποικίλλω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0602.png Seite 602]] schwarzblau, dunkelfarbig werden, sich dunkel färben, bes. von den blauen Weintrauben u. den Oliven, die anfangen zu reisen und sich färben, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f, Theophr. u. A., ὄμφακι περκάζοντι ἐοικώς, Plut. Symp. 3, 2, 1. – Auch übtr., [[ἄρτι]] γένεια περκάζων, Callim. Lav. Pall. 76, vom Jünglinge, dem das erste Barthaar wächst u. die Gesichtsfarbe dunkler macht. – Hesych. erklärt auch [[ποικίλλω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=devenir bleu foncé <i>ou</i> commencer à noircir, <i>càd</i> à mûrir <i>en parl. de raisins, etc.</i><br />'''Étymologie:''' [[περκνός]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περκάζω:''' [[чернеть]], [[темнеть]] ([[ὄμφαξ]] περκάζων Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περκάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέρκος]] = περκνὸς) [[γίνομαι]] [[μέλας]], «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν [[ὅταν]] ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, [[ὀπώρα]] ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F [[ὅταν]] ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· [[ὅταν]] ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. [[ὑποπερκάζω]]. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. [[σκιάζω]]. ΙΙ. δίδω εἴς τι [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ῥῆμα]] περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι». | |lstext='''περκάζω''': μέλλ. -άσω, ([[πέρκος]] = περκνὸς) [[γίνομαι]] [[μέλας]], «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν [[ὅταν]] ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, [[ὀπώρα]] ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F [[ὅταν]] ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· [[ὅταν]] ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. [[ὑποπερκάζω]]. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. [[σκιάζω]]. ΙΙ. δίδω εἴς τι [[μέλαν]] [[χρῶμα]], Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ [[ῥῆμα]] περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />(για σταφύλια και ελιές) [[μαυρίζω]] ή [[παίρνω]] σκούρο [[χρώμα]] (α. «[[ὅταν]] ἤδη περκάζῃ [[σταφυλή]]», Θεόφρ.<br />β. «[[ὅταν]] τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] μαύρο [[χρώμα]], [[κάνω]] [[κάτι]] να μαυρίσει<br /><b>2.</b> (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό μου από την [[τριχοφυΐα]] («[[ἄρτι]] γένεια περκάζων», Καλλίμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[περκνός]]. | |mltxt=ΜΑ<br />(για σταφύλια και ελιές) [[μαυρίζω]] ή [[παίρνω]] σκούρο [[χρώμα]] (α. «[[ὅταν]] ἤδη περκάζῃ [[σταφυλή]]», Θεόφρ.<br />β. «[[ὅταν]] τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] μαύρο [[χρώμα]], [[κάνω]] [[κάτι]] να μαυρίσει<br /><b>2.</b> (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό μου από την [[τριχοφυΐα]] («[[ἄρτι]] γένεια περκάζων», Καλλίμ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[περκνός]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
(πέρκος
A = περκνός) become dark, turn dark, of grapes beginning to ripen, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Chaerem. 12.2; ὅταν ἄρτι π. σταφυλή Thphr. HP 9.11.7, cf. Hymn.Is.168, LXX Am.9.13; ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες Thphr. CP 3.16.3, etc.; of olives, Gp.9.19.2; of flowers, Porph.VP44.
2 metaph., of young men, whose beard begins to darken their faces, Call.Lav.Pall. 76.
II Act., make dark-coloured, Dsc.5.2.
German (Pape)
[Seite 602] schwarzblau, dunkelfarbig werden, sich dunkel färben, bes. von den blauen Weintrauben u. den Oliven, die anfangen zu reisen und sich färben, Chaerem. bei Ath. XIII, 608 f, Theophr. u. A., ὄμφακι περκάζοντι ἐοικώς, Plut. Symp. 3, 2, 1. – Auch übtr., ἄρτι γένεια περκάζων, Callim. Lav. Pall. 76, vom Jünglinge, dem das erste Barthaar wächst u. die Gesichtsfarbe dunkler macht. – Hesych. erklärt auch ποικίλλω.
French (Bailly abrégé)
devenir bleu foncé ou commencer à noircir, càd à mûrir en parl. de raisins, etc.
Étymologie: περκνός.
Russian (Dvoretsky)
περκάζω: чернеть, темнеть (ὄμφαξ περκάζων Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περκάζω: μέλλ. -άσω, (πέρκος = περκνὸς) γίνομαι μέλας, «μαυρίζω», ἐπὶ τῶν σταφυλῶν ὅταν ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν, ὀπώρα ἄκραισι περκάζουσα οἰνάνθαις Χαιρήμων παρ’ Ἀθην. 608F ὅταν ἤδη π. σταφυλὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 11, 7· ὅταν ἄρχωνται π. οἱ βότρυες ὁ αὐτ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 16, 3, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ ἐλαιῶν, Γεωπ. 9. 19, 2· ἐπὶ ἀνθέων, Πορφ. ἐν Βίῳ Πυθ. 44· πρβλ. ὑποπερκάζω. 2) μεταφορ., ἐπὶ νεανίου, ἄρτι γένεια περκάζων, «μελαινόμενος ὑπὸ τῆς φύσεως τῶν τριχῶν», Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 76· πρβλ. σκιάζω. ΙΙ. δίδω εἴς τι μέλαν χρῶμα, Διοσκ. 5. 2. ― Ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ ῥῆμα περκαίνω: «περκαίνειν· διαποικίλλεσθαι».
Greek Monolingual
ΜΑ
(για σταφύλια και ελιές) μαυρίζω ή παίρνω σκούρο χρώμα (α. «ὅταν ἤδη περκάζῃ σταφυλή», Θεόφρ.
β. «ὅταν τὰς ἐλαίας ἀρχομένας περκάζειν ἴδῃς», Γεωπ.)
αρχ.
1. δίνω σε κάτι μαύρο χρώμα, κάνω κάτι να μαυρίσει
2. (για έφηβο) σκουραίνει το πρόσωπό μου από την τριχοφυΐα («ἄρτι γένεια περκάζων», Καλλίμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. περκνός.