καταστατικός: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(17 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=katastatikos | |Transliteration C=katastatikos | ||
|Beta Code=katastatiko/s | |Beta Code=katastatiko/s | ||
|Definition= | |Definition=καταστατική, καταστατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fitted for calming]], ἔννοιαι Eust.1041.20; <b class="b3">τὸ κ.</b> [[power to calm]], of music, Plu.''Lyc.''4; cf. [[καταστηματικός]] ''ΙΙ''.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀποκαταστατικός]] ''1'', μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in ''Cat.Cod.Astr.''8(1).247.<br><span class="bld">3</span> -[[κόν]], τό, perhaps banker's [[charge for weighing]], PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. [[καταστατικῶς]], = [[ἀνηπλωμένως]] καὶ [[ἀφηγηματικῶς]], Aps. p.243 H., al.: Comp. καταστατιώτερον<b class="b3">, διηγεῖσθαι</b> Sch.E.''Hipp.''392; [[διαβάλλειν]] ib.616. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[qui a la vertu d'arrêter]], [[de calmer]].<br />'''Étymologie:''' [[καθίστημι]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] [[kalmerend]]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[festzustellen]], zu [[beruhigen]] [[geschickt]], [[besänftigend]]</i>, Plut. <i>Lyc</i>. 4 und andere Spätere | |||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''καταστᾰτικός:''' [[успокаивающий]], [[унимающий]], [[утоляющий]]: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''καταστᾰτικός:''' -ή, -ὸν ([[καθίστημι]]), [[κατάλληλος]] προς [[καταπράυνση]]· <i>τὸ κ</i>., [[ικανότητα]] προς [[καταπράυνση]], λέγεται για [[μουσική]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καταστατικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν [[δύναμις]], ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ [[κόσμιον]] ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο [[λεληθότως]] τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut. | |mdlsjtxt=καταστᾰτικός, ή, όν [[καθίστημι]]<br />fitted for calming: τὸ κ. a [[power]] to [[calm]], of [[music]], Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:20, 25 August 2023
English (LSJ)
καταστατική, καταστατικόν,
A fitted for calming, ἔννοιαι Eust.1041.20; τὸ κ. power to calm, of music, Plu.Lyc.4; cf. καταστηματικός ΙΙ.
2 = ἀποκαταστατικός 1, μοῖρα τοῦ Ἡλίου Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(1).247.
3 -κόν, τό, perhaps banker's charge for weighing, PPetr.3p.191 (iii B.C.). Adv. καταστατικῶς, = ἀνηπλωμένως καὶ ἀφηγηματικῶς, Aps. p.243 H., al.: Comp. καταστατιώτερον, διηγεῖσθαι Sch.E.Hipp.392; διαβάλλειν ib.616.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui a la vertu d'arrêter, de calmer.
Étymologie: καθίστημι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστατικός -ή -όν [καθίστημι] kalmerend.
German (Pape)
ή, όν, festzustellen, zu beruhigen geschickt, besänftigend, Plut. Lyc. 4 und andere Spätere
Russian (Dvoretsky)
καταστᾰτικός: успокаивающий, унимающий, утоляющий: τὸ καταστατικόν Plut. успокаивающее действие.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α καταστατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ιδρύει, που ρυθμίζει μια κατάσταση ή που αναφέρεται σε κάποια κατάσταση
2. φρ. «καταστατικός χάρτης» — ο οργανικός νόμος με τον οποίο ιδρύεται κάτι («καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ»)
3. το ουδ. ως ουσ. το καταστατικό
το σύνολο τών έγγραφων κανόνων που προσδιορίζουν την ταυτότητα και τον σκοπό και διέπουν την οργάνωση και λειτουργία ενός νομικού προσώπου
αρχ.
1. ο κατάλληλος στο να καθησυχάζει, να καταπραΰνει
2. αποκαταστατικός
3. το ουδ. ως ουσ. τo καταστατικόν
α) (για τους ρυθμούς και τα τραγούδια τών Λακώνων) η δύναμη για καταπράυνση
β) η υποχρέωση του τραπεζίτη για ζύγιση τών νομισμάτων.
επίρρ...
καταστατικῶς (Α)
με αφηγηματικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταστατός «θεσμοποιημένος», ρημ. επίθ. του καθίστημι που μαρτυρείται μόνο στο ουδ. γένος].
Greek Monotonic
καταστᾰτικός: -ή, -ὸν (καθίστημι), κατάλληλος προς καταπράυνση· τὸ κ., ικανότητα προς καταπράυνση, λέγεται για μουσική, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
καταστατικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς καταπράϋνσιν ἢ καθησύχασιν, κ. καὶ ἀναπαύουσαι ἔννοιαι Εὐστ. 1041. 20· τὸ κ., ἡ πρὸς καταπράϋνσιν δύναμις, ἐπὶ τῶν ᾀσμάτων καὶ τῶν ῥυθμῶν τῶν Λακώνων, πολὺ τὸ κόσμιον ἐχόντων καὶ κ. ὧν ἀκροώμενοι κατεπραΰνοντο λεληθότως τὰ ἤθη Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. ΙΙ. ὡρισμένος, ὅρος καὶ καμπτὴρ κ. Εὐσ. Ἐγκ. Κωνστ. 6.
Middle Liddell
καταστᾰτικός, ή, όν καθίστημι
fitted for calming: τὸ κ. a power to calm, of music, Plut.