δικαιολογέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikaiologeomai
|Transliteration C=dikaiologeomai
|Beta Code=dikaiologe/omai
|Beta Code=dikaiologe/omai
|Definition=fut. <span class="sense"><span class="bld">A</span> -ήσομαι <span class="bibl">Plb.4.3.12</span>: aor. ἐδικαιολογησάμην <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>4</span>, or Pass. ἐδικαιολογήθην <span class="bibl">Plb.31.12.8</span>: —[[plead one's cause before the judge]], [[come to issue with]] a person, abs., <span class="bibl">Aeschin.2.21</span>; περί τινος <span class="bibl">Lys.<span class="title">Fr.</span>34</span>; πρός τινα <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Eux.</span>20</span>, <span class="bibl">Plb.4.3.12</span>, <span class="bibl">D.Chr.48.10</span>: metaph., <span class="bibl">Iamb.<span class="title">Myst.</span>3.19</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[remonstrate]], <span class="bibl">Luc. <span class="title">Alex.</span>55</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως <span class="title">Inscr.Prien.</span>111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες [[advocates]], <span class="bibl">Luc.<span class="title">Tim.</span>11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Apol.</span>12</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> fut. -ήσομαι Plb.4.3.12: aor. ἐδικαιολογησάμην Luc.''Prom.''4, or Pass. ἐδικαιολογήθην Plb.31.12.8: —[[plead one's cause before the judge]], [[come to issue with]] a person, abs., Aeschin.2.21; περί τινος Lys.''Fr.''34; πρός τινα Hyp.''Eux.''20, Plb.4.3.12, D.Chr.48.10: metaph., Iamb.''Myst.''3.19.<br><span class="bld">2</span> [[remonstrate]], Luc. ''Alex.''55.<br><span class="bld">II</span> later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως ''Inscr.Prien.''111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες [[advocates]], Luc.''Tim.''11, cf. ''Apol.''12.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐκαιολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαιολογησάμην</i> ή <i>ἐδικαιολογήθην</i> ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[μπροστά]] στον δικαστή, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., <i>οἱ δικαιολογοῦντες</i>, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.
|lsmtext='''δῐκαιολογέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐδικαιολογησάμην</i> ή <i>ἐδικαιολογήθην</i> ([[λόγος]])·<br /><b class="num">I.</b> αποθ., [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου [[μπροστά]] στον δικαστή, σε Αισχίν.<br /><b class="num">II.</b> στην Ενεργ., <i>οἱ δικαιολογοῦντες</i>, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[plead]] one's [[cause]] [[before]] the [[judge]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.
|mdlsjtxt=[[λόγος]]<br /><b class="num">I.</b> Dep. to [[plead]] one's [[cause]] [[before]] the [[judge]], Aeschin.<br /><b class="num">II.</b> in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.
}}
}}

Revision as of 10:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐκαιολογέομαι Medium diacritics: δικαιολογέομαι Low diacritics: δικαιολογέομαι Capitals: ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dikaiologéomai Transliteration B: dikaiologeomai Transliteration C: dikaiologeomai Beta Code: dikaiologe/omai

English (LSJ)

A fut. -ήσομαι Plb.4.3.12: aor. ἐδικαιολογησάμην Luc.Prom.4, or Pass. ἐδικαιολογήθην Plb.31.12.8: —plead one's cause before the judge, come to issue with a person, abs., Aeschin.2.21; περί τινος Lys.Fr.34; πρός τινα Hyp.Eux.20, Plb.4.3.12, D.Chr.48.10: metaph., Iamb.Myst.3.19.
2 remonstrate, Luc. Alex.55.
II later in Act., δ. ὑπὲρ τῆς πόλεως Inscr.Prien.111.126 (i B. C.), cf. 108.105; οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.Tim.11, cf. Apol.12.

Spanish (DGE)

1 en cont. polít. pronunciar un discurso o alegato de defensa, justificarse, defender una causa μὴ δικαιολογούμενος περιγένοιτο ἡμῶν ὁ Φίλιππος Aeschin.2.21, Ῥωμαῖοι ... τὸ δικαιολογεῖσθαι ... ἀπεγίγνωσκον los romanos rechazaron estas justificaciones Plb.3.21.6, cf. Agatharch.Fr.Hist.8, IPr.37.13 (II a.C.), c. giros prep. ὑπὲρ τῆς πόλεως ἀντιλέγειν καὶ πρὸς τοὺς ἥκοντας παρ' αὐτῶν δικαιολογεῖσθαι Hyp.Eux.20, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας τοῖς Αἰτωλοῖς Plb.4.3.12, cf. 31.12.8, ἐπὶ τοῦ κοινοῦ τῶν Αἰτωλῶν D.S.19.66, cf. FD 4.69.18 (I a.C.), περὶ σφῶν δικαιολογεῖσθαι defender su propia causa Plb.3.20.10, περὶ τῆς νήσου πρὸς Ἀθηναίους Plu.2.230c
excep. en v. act. δικαιολογήσας ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ Ἐρυθραίων IPr.111.126 (I a.C.)
en otros cont. hacer un alegato de defensa, defender una causa δικαιολογηθέντων τῶν συσκαταστάντων αὐτοῖς PTor.Choachiti 12.3.18 (II a.C.), cf. SB 4512.61 (II a.C.), Plu.2.61a, Luc.Sacr.3, Origenes Hom.14.11 in Ier., οἰκέτης πρὸς τὸν κύριον Teles p.6, ἐδικαιολογεῖτο πρός με defendía su causa ante mi Luc.Alex.55, cf. D.Chr.48.10, Iambl.Myst.3.19, ἡδέως ἂν δικαιολογησαίμην ὑπὲρ τῶν ἐγκλημάτων, ὡς δέξαιμι ... Luc.Prom.4
excep. en v. act. οἱ δικαιολογοῦντες los litigantes, los contendientes Luc.Tim.11, Apol.12
tard. en v. pas. σκοπήσας τὰ ἑκατέρωθεν δικαιολογηθέντα examinando los alegatos de ambas partes, PMonac.6.54 (VI d.C.).
2 en cont. forense y gener. pleitear, entablar pleito o juicio en el tribunal, frec. c. giros prep. περὶ ... τῆς ἐγγυθήκης Lys.Fr.32, δικαιολογεῖσθαι καθ' ὃ δικαιότατός ἐστιν ἕκαστος αὐτῶν ἀποτυμπανισθῆναι que pleitean por cuál de ellos tiene más derecho a ser ejecutado Euph.44, πρὸς τὸν θεόν M.Ant.12.5, δικαιολογηθέν των ἡμῶν κατεκρίθη ὁ ἐγκαλούμενος ἀποκαταστῆσαι τὸν ὅλμον SB 5238.15 (I d.C.), πλειστάκις μου δικαιολογουμένης πρὸς τοῦτον τῆς ἀποκαταστάσεως ἕνεκεν τοῦ ἐπιβάλλοντός μοι μέρους οἰκίας habiendo entablado juicio repetidas veces contra él en relación con la restitución de la parte de la casa que me corresponde, POxy.2133.21 (III d.C.), ἕως δὲ τοῦ δικαιολογηθῆναι en tanto no se resuelva el juicio, PEnteux.69.7 (III a.C.).

German (Pape)

[Seite 626] seine Gerechtsame anführen, vertheidigen, übh. mit Einem rechten; περί τινος, Lys. frg. bei Ath. ν, 209 f; absolut, Aesch. 2, 21; πρός τινα, Pol. 4, 3, 12; τινὶ ὑπέρ τινος, Luc. Prom. 4. – Sp. auch im act., wie Luc. Tim. 11, οἱ δικαιολογοῦντες. die Sachwalter.

Greek (Liddell-Scott)

δῐκαιολογέομαι: μέλλ. -ήσομαι Πολύβ. 4. 3, 12· ἀόρ. ἐδικαιολογησάμην Λουκ. Προμ. 4, ἢ παθ. ἐδικαιολογήθην Πολύβ. 31. 20, 8· ἀποθ.· -ὑπερασπίζω ἐμαυτὸν ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, δικάζομαι πρός τινα, Αἰσχίν. 31. 2· περί τινος Λυσ. Ἀποσπ. 18· πρός τινα Ὑπερείδ. Εὐξεν. 32, Πολύβ., κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ ἐνεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, οἱ δικηγόροι, Λουκ. Τίμ. 11, πρβλ. Ἀπολ. 12.

Greek Monotonic

δῐκαιολογέομαι: μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐδικαιολογησάμην ή ἐδικαιολογήθην (λόγος
I. αποθ., υπερασπίζω τον εαυτό μου μπροστά στον δικαστή, σε Αισχίν.
II. στην Ενεργ., οἱ δικαιολογοῦντες, δικηγόροι, υπερασπιστές, συνήγοροι, σε Λουκ.

Middle Liddell

λόγος
I. Dep. to plead one's cause before the judge, Aeschin.
II. in Act., οἱ δικαιολογοῦντες advocates, Luc.