παραμυθητικός: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(Bailly1_4)
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paramythitikos
|Transliteration C=paramythitikos
|Beta Code=paramuqhtiko/s
|Beta Code=paramuqhtiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">consolatory</b>, -μυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1171b2</span> ; <b class="b2">able to assuage</b> (sc. <b class="b3">τῶν ἑαυτοῦ παθῶν</b>), Chrysipp. ap. <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.70</span> ; <b class="b3">π. λόγος</b> a letter <b class="b2">of consolation</b>, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; π. ὑπόληψις <span class="bibl">D.Chr.12.40</span> ; <b class="b3">τὸ -κόν</b> <b class="b2">consolation</b>, <span class="bibl">D.H.<span class="title">Rh.</span>6.4</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Eust.225.41</span>, Sch.<span class="bibl">A.R.2.622</span>.</span>
|Definition=παραμυθητική, παραμυθητικόν, [[consolatory]], παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1171b2; [[able to assuage]] (''[[sc.]] '' <b class="b3">τῶν ἑαυτοῦ παθῶν</b>), Chrysipp. ap. S.E.''P.''1.70; <b class="b3">παραμυθητικὸς λόγος</b> a [[letter]] [[of consolation]], such as Plu. wrote to [[Apollonius]], 2.101e sq.; παραμυθητικὴ [[ὑπόληψις]] D.Chr.12.40; [[τὸ παραμυθητικόν]] = [[consolation]], D.H.''Rh.''6.4. Adv. [[παραμυθητικῶς]] Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] ή, όν, ermunternd, tröstend; [[λόγος]], Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ [[φίλος]] καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] ή, όν, ermunternd, tröstend; [[λόγος]], Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ [[φίλος]] καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[propre à consoler]], [[consolant]].<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] [[bemoediging gevend]].
}}
{{elru
|elrutext='''παραμῡθητικός:''' [[утешающий]], [[ободряющий]] ([[λόγος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παραμῡθητικός''': -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν [[ἑαυτοῦ]] παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. [[λόγος]], ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
|lstext='''παραμῡθητικός''': -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς [[ὅπως]] ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν [[ἑαυτοῦ]] παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. [[λόγος]], ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, [[παραμυθία]], [[παρηγορία]], Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ή, όν :<br />propre à consoler, consolant.<br />'''Étymologie:''' [[παραμυθέομαι]].
|mltxt=-ή, -ό / [[παραμυθητικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[παραμυθητής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]], που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, [[ιδίως]] τον [[ψυχικό]], ο [[παρηγορητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποβλέπει στην [[παραμυθία]], στην [[παρηγοριά]] («παραμυθητικά [[λόγια]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ παραμυθητικόν</i><br />[[παραμυθία]], [[παρηγοριά]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Παραμυθητικός [[λόγος]]» — [[χαρακτηρισμός]] παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου [[προς]] τον Απολλώνιο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραμυθητικῶς</i> ΜΑ<br />με παραμυθητικό τρόπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''παραμῡθητικός:''' -ή, -όν, [[παρηγορητικός]], σε Αριστ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]<br />consolatory, Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραμῡθητικός Medium diacritics: παραμυθητικός Low diacritics: παραμυθητικός Capitals: ΠΑΡΑΜΥΘΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paramythētikós Transliteration B: paramythētikos Transliteration C: paramythitikos Beta Code: paramuqhtiko/s

English (LSJ)

παραμυθητική, παραμυθητικόν, consolatory, παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ Arist.EN1171b2; able to assuage (sc. τῶν ἑαυτοῦ παθῶν), Chrysipp. ap. S.E.P.1.70; παραμυθητικὸς λόγος a letter of consolation, such as Plu. wrote to Apollonius, 2.101e sq.; παραμυθητικὴ ὑπόληψις D.Chr.12.40; τὸ παραμυθητικόν = consolation, D.H.Rh.6.4. Adv. παραμυθητικῶς Eust.225.41, Sch.A.R.2.622.

German (Pape)

[Seite 490] ή, όν, ermunternd, tröstend; λόγος, Trostrede, Plut. u. Sp.; Arist. sagt auch eth. 9, 11, 3 παραμυθητικὸν ὁ φίλος καὶ τῇ ὄψει καὶ τῷ λόγῳ. – Adv., Sp., wie Schol. Ap. Rh. 2, 624.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à consoler, consolant.
Étymologie: παραμυθέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραμυθητικός -ή -όν [παραμυθέομαι] bemoediging gevend.

Russian (Dvoretsky)

παραμῡθητικός: утешающий, ободряющий (λόγος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 11, 3· ἱκανὸς ὅπως ἀνακουφίσῃ τι, ἀνακουφιστικὸς (ἐξυπακουομ. τοῦ τῶν ἑαυτοῦ παθῶν) Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 70· π. λόγος, ἐπιστολὴ παραμυθητική, ὁποίαν ὁ Πλούταρχος ἔγραψε πρὸς τὸν Ἀπολλώνιον, 2. 101F, κἑξ.· οὕτω, τὸ -κόν, παραμυθία, παρηγορία, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 6. 4. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 225. 41.

Greek Monolingual

-ή, -ό / παραμυθητικός, -ή, -όν, ΝΑ παραμυθητής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παραμυθία, στην παρηγοριά, που ανακουφίζει, απαλύνει τον πόνο κάποιου άλλου, ιδίως τον ψυχικό, ο παρηγορητικός
2. αυτός που αποβλέπει στην παραμυθία, στην παρηγοριά («παραμυθητικά λόγια»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ παραμυθητικόν
παραμυθία, παρηγοριά
2. φρ. «Παραμυθητικός λόγος» — χαρακτηρισμός παρηγορητικής επιστολής του Πλουτάρχου προς τον Απολλώνιο.
επίρρ...
παραμυθητικῶς ΜΑ
με παραμυθητικό τρόπο.

Greek Monotonic

παραμῡθητικός: -ή, -όν, παρηγορητικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

παραμῡθητικός, ή, όν [from παραμῡθέομαι]
consolatory, Arist.