φύσκη: Difference between revisions
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fyski | |Transliteration C=fyski | ||
|Beta Code=fu/skh | |Beta Code=fu/skh | ||
|Definition=ἡ, (φυσάω) < | |Definition=ἡ, ([[φυσάω]])<br><span class="bld">A</span> [[the large intestine]], esp. as [[stuffed with pudding]], [[sausage]], [[black-pudding]], gen. φύσκης [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. [[φύσκα]] prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.<br><span class="bld">II</span> [[blister]] or [[weal on the hand]], Sch.Ar.''V.''1114 (nom. [[φύσκα]]).<br><span class="bld">III</span> [[gall-bag]] on a plant, Dsc.''Alex.''22. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:25, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, (φυσάω)
A the large intestine, esp. as stuffed with pudding, sausage, black-pudding, gen. φύσκης Ar.Eq.364, Pherecr.45; pl. φύσκαι Cratin.164 (troch.); nom. sg. φύσκη Eub.63.6 (anap.), Dor. φύσκα prob.a nickname, 'pot-belly', Sophr.23; acc. φύσκην Philem. 60.2.
II blister or weal on the hand, Sch.Ar.V.1114 (nom. φύσκα).
III gall-bag on a plant, Dsc.Alex.22.
German (Pape)
[Seite 1319] ἡ, der Magen u. der dicke Darm u. die daraus bereitete Wurst, Ar. Equ. 364 u. a. com.; – die Blase, Schwiele in der Hand, Schol. Ar. Vesp. 1119.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
gros intestin ; viande dont on le farcit, saucisson, boudin.
Étymologie: φυσάω.
Russian (Dvoretsky)
φύσκη: ἡ набитая мясом кишка, колбаса Arph., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
φύσκη: ἡ, κοινῶς «φοῦσκα», ὁ στόμαχος ἢ τὸ παχὺ ἔντερον, ἅπερ παρεσκεύαζον πληροῦντες μὲ κρέας κοπανιστὸν καὶ ἄλλα, «κοιλιὰ παραγεμιστὴ ἢ κωλάντερον», Λατ. botulus, γεν. φύσκης Ἀριστοφάν. Ἱππ. 364˙ φύσκης τόμος Φερεκράτης ἐν «Δουλοδιδασκάλῳ» 1˙ πληθ. φύσκαι Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 1˙ ἑνικ. ὀνομ. φύσκη Εὔβουλος ἐν «Λάκωσι» 1˙ αἰτ. φύσκην Φιλήμων ἐν «Παρεισιόντι» 1˙ ΙΙ. φλύκταινα ἐν τῇ χειρὶ ἐκ τοῦ κωπηλατεῖν, Σχόλ. εἰς Ἀριστ. Σφ. 1117, ἔνθα ἡ ὀνομ. φύσκα.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και φύσκα Ν
1. το στομάχι
2. το παχύ έντερο
3. φλύκταινα, φουσκάλα
νεοελλ.
κύστη, φούσκα
αρχ.
1. λουκάνικο από αίμα και λίπος χοίρου
2. (σχετικά με φυτά) κηκίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύσκη συνδέεται με τη λ. φῦσα, αλλά δυσερμήνευτος παραμένει ο τρόπος σχηματισμού του. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. φυ- με επίθημα -σκη (πρβλ. μάσκη), ενώ, κατ' άλλους, εμφανίζει επίθημα -κη (πρβλ. φώκη) και έχει προέλθει μέσω ενός τ. φύσ-κη ή φύτ-κη (για τις μορφές φυ-, φυσ- και φυτ- του θ. βλ. λ. φῦσα)].
Greek Monotonic
φύσκη: ἡ (φυσάω), στομάχι ή παχύ έντερο, σε Αριστοφ.