φλογίζω: Difference between revisions
(45) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(26 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=flogizo | |Transliteration C=flogizo | ||
|Beta Code=flogi/zw | |Beta Code=flogi/zw | ||
|Definition=fut. | |Definition=fut. φλογίσω Id., but<br><span class="bld">A</span> -ιῶ [[LXX]] ''Ps.''96(97).3:—= [[φλέγω]], [[set on fire]], [[burn]], S.''Ph.''1199 (anap.), [[LXX]] [[l.c.]], al.: [[singe]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''1233:—Pass., to [[be set on fire]], [[blaze]], [[flame]], φλογιζόμενον ἅλιον S.''Tr.''95 (lyr.): to [[be burnt up]], [[consumed]], Arist.''Mu.''397a29: metaph., of the tongue, ''Ep.Jac.''3.6 (Act. and Pass.).<br><span class="bld">II</span> intr., [[burn]], [[blaze]], [[LXX]] ''Ex.''9.24. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] = [[φλέγω]], in Brand setzen, verbrennen, Soph. Phil. 1199; an, über dem Feuer rösten, braten, Sp. – Pass. in Brand stehen, lodern, leuchten, [[ἥλιος]] φλογιζόμενος Soph. Tr. 95. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1292.png Seite 1292]] = [[φλέγω]], in Brand setzen, verbrennen, Soph. Phil. 1199; an, über dem Feuer rösten, braten, Sp. – Pass. in Brand stehen, lodern, leuchten, [[ἥλιος]] φλογιζόμενος Soph. Tr. 95. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> φλογιῶ, <i>ao.</i> ἐφλόγισα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐφλογίσθην;<br /><b>1</b> [[enflammer]] ; <i>Pass.</i> être enflammé;<br /><b>2</b> [[consumer par la flamme]].<br />'''Étymologie:''' [[φλόξ]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλογίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[зажигать]], [[воспламенять]] (τι NT); pass. гореть: φλογιζόμενος [[Ἃλιος]] Soph. пылающее солнце;<br /><b class="num">2</b> [[сжигать]] (βροντᾶς αὐγαῖς τινα Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24). | |lstext='''φλογίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = [[φλέγω]], [[καίω]], [[καταφλέγω]], Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· [[καίω]] κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ [[πυρός]], Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24). | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με φλόγες, [[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>2.</b> [[πυρακτώνω]], [[πυρώνω]] (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.<br />β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[φλόγωση]], [[προκαλώ]] [[φλεγμονή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>φλογίζομαι</i><br />α) (για την [[επιδερμίδα]]) [[παίρνω]] το [[χρώμα]] της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[βιώνω]] μια έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]] («[[κάθε]] [[φορά]] που τον [[βλέπω]] φλογίζομαι»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]] φλογερό [[πάθος]], [[εμπνέω]] [[υψηλά]] συναισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καψαλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκπέμπω]] φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[λάμπω]], [[φέγγω]] («φλογιζόμενον Ἅλιον» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλογ</i>-<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φλογιά]], [[φλόγινος]])]. | |mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] [[κάτι]] με φλόγες, [[βάζω]] [[φωτιά]], [[καίω]]<br /><b>2.</b> [[πυρακτώνω]], [[πυρώνω]] (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.<br />β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιφέρω]] [[φλόγωση]], [[προκαλώ]] [[φλεγμονή]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>φλογίζομαι</i><br />α) (για την [[επιδερμίδα]]) [[παίρνω]] το [[χρώμα]] της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)<br />β) <b>μτφ.</b> [[βιώνω]] μια έντονη συναισθηματική [[κατάσταση]] («[[κάθε]] [[φορά]] που τον [[βλέπω]] φλογίζομαι»)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[διεγείρω]] φλογερό [[πάθος]], [[εμπνέω]] [[υψηλά]] συναισθήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καψαλίζω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[εκπέμπω]] φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> [[λάμπω]], [[φέγγω]] («φλογιζόμενον Ἅλιον» (<b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόξ]], [[φλογός]]. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. <i>φλογ</i>-<i>ι</i>- (<b>πρβλ.</b> [[φλογιά]], [[φλόγινος]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φλογίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[φλόξ]]), [[τοποθετώ]] πάνω στη [[φωτιά]], [[καίω]], [[κατακαίω]], σε Σοφ. — Παθ., αφήνομαι πάνω στη [[φωτιά]], καίγομαι, φλέγομαι, στον ίδ.· μεταφ. λέγεται για τη [[γλώσσα]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φλόξ]]<br />to set on [[fire]], [[burn]], [[burn]] up, Soph.:—Pass. to be set on [[fire]], to [[blaze]], [[flame]], ???: metaph., of the [[tongue]], NTest. Hence | |||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':flog⋯zw 弗羅居索<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':(點)火焰 相當於: ([[אֵשׁ]]‎)<br />'''字義溯源''':點著,點火,點燃,燃燒,燒盡;源自([[φλόξ]])=火焰),而 ([[φλόξ]])出自([[κημόω]] / [[φιμόω]])X*=焚燒,閃光)。<br />'''出現次數''':總共(2);雅(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 點燃的(1) 雅3:6;<br />2) 點燃(1) 雅3:6 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:26, 25 August 2023
English (LSJ)
fut. φλογίσω Id., but
A -ιῶ LXX Ps.96(97).3:—= φλέγω, set on fire, burn, S.Ph.1199 (anap.), LXX l.c., al.: singe, Sch.Ar.Eq.1233:—Pass., to be set on fire, blaze, flame, φλογιζόμενον ἅλιον S.Tr.95 (lyr.): to be burnt up, consumed, Arist.Mu.397a29: metaph., of the tongue, Ep.Jac.3.6 (Act. and Pass.).
II intr., burn, blaze, LXX Ex.9.24.
German (Pape)
[Seite 1292] = φλέγω, in Brand setzen, verbrennen, Soph. Phil. 1199; an, über dem Feuer rösten, braten, Sp. – Pass. in Brand stehen, lodern, leuchten, ἥλιος φλογιζόμενος Soph. Tr. 95.
French (Bailly abrégé)
f. φλογιῶ, ao. ἐφλόγισα;
Pass. ao. ἐφλογίσθην;
1 enflammer ; Pass. être enflammé;
2 consumer par la flamme.
Étymologie: φλόξ.
Russian (Dvoretsky)
φλογίζω:
1 зажигать, воспламенять (τι NT); pass. гореть: φλογιζόμενος Ἃλιος Soph. пылающее солнце;
2 сжигать (βροντᾶς αὐγαῖς τινα Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
φλογίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, = φλέγω, καίω, καταφλέγω, Σοφ. Φιλ. 1199, Ἑβδ. (Ψαλμ. ϞϚ΄, 3, κ. ἀλλ.)· καίω κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, «καψαλίζω», ἐκθέτω εἰς τὴν φλόγα. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1233· ― Παθ., φλογιζόμενον, φλεγόμενον (λυρ.), Σοφ. Τρ. 95· καταφλέγομαι, ἐξαφανίζομαι διὰ τοῦ πυρός, Ἀριστ. περὶ Κόσμου 5. 11· μεταφορ., ἐπὶ τῆς γλώσσης, Ἐπιστ. Ἰακώβ. Γ΄, 6. ΙΙ. ἀμεταβ., ἀναδίδω φλόγας, πῦρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ Ἑβδ. (Ἐξοδ. Θ΄, 24).
English (Strong)
from φλόξ; to cause a blaze, i.e. ignite (figuratively, to inflame with passion): set on fire.
English (Thayer)
(φλόξ, which see); to ignite, set on fire (to burn up, Sophocles Philoct. 1199): in figurative discourse, to operate destructively, have a most pernicious power, πῦρ, p. 558{b} top).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω
2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «του φλογισμένου απείρου», Μαλακ.
β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.)
νεοελλ.
1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή
2. παθ. φλογίζομαι
α) (για την επιδερμίδα) παίρνω το χρώμα της φλόγας, ερεθίζομαι («όταν κάθεται πολλές ώρες στον ήλιο φλογίζεται»)
β) μτφ. βιώνω μια έντονη συναισθηματική κατάσταση («κάθε φορά που τον βλέπω φλογίζομαι»)
νεοελλ.-μσν.
μτφ. διεγείρω φλογερό πάθος, εμπνέω υψηλά συναισθήματα
αρχ.
1. καψαλίζω
2. (αμτβ.) εκπέμπω φλόγες («πῡρ φλογίζον ἐν τῇ χαλάζῃ», ΠΔ)
3. παθ. λάμπω, φέγγω («φλογιζόμενον Ἅλιον» (Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός. Ο τ. έχει πιθ. σχηματιστεί από ένα θ. φλογ-ι- (πρβλ. φλογιά, φλόγινος)].
Greek Monotonic
φλογίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ (φλόξ), τοποθετώ πάνω στη φωτιά, καίω, κατακαίω, σε Σοφ. — Παθ., αφήνομαι πάνω στη φωτιά, καίγομαι, φλέγομαι, στον ίδ.· μεταφ. λέγεται για τη γλώσσα, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
φλόξ
to set on fire, burn, burn up, Soph.:—Pass. to be set on fire, to blaze, flame, ???: metaph., of the tongue, NTest. Hence
Chinese
原文音譯:flog⋯zw 弗羅居索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:(點)火焰 相當於: (אֵשׁ)
字義溯源:點著,點火,點燃,燃燒,燒盡;源自(φλόξ)=火焰),而 (φλόξ)出自(κημόω / φιμόω)X*=焚燒,閃光)。
出現次數:總共(2);雅(2)
譯字彙編:
1) 點燃的(1) 雅3:6;
2) 點燃(1) 雅3:6