3,274,408
edits
(11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(22 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofantikos | |Transliteration C=sykofantikos | ||
|Beta Code=sukofantiko/s | |Beta Code=sukofantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συκοφαντική, συκοφαντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[typical]] of a [[συκοφάντης]], [[blackmailing]], δίκη D.37.3 (Comp.); [[skilled as an 'agent provocateur]]', Philostr.''VA''7.27: metaph., <b class="b3">σ. πνεύματα</b>, = [[συκοφαντίας]], Lib.''Or.''13.16. Adv. [[συκοφαντικῶς]] Isoc.15.308, Luc.''Hist.Conscr.''10.<br><span class="bld">II</span> [[sophistical]], λόγοι Phld.''Oec.'' p.65J., cf. ''Rh.''1.119S. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν [[συκοφαντικός]], Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[de sycophante]], [[en sycophante]].<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συκοφαντικός -ή -όν [συκοφάντης] als een sycofant; overdr. als een criticaster. Luc. 59.10. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῡκοφαντικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[клеветник]] Luc.<br />построенный на (ложном) доносе, клеветнический ([[δίκη]] Dem.). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συκοφαντικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συκοφάντης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη [[συκοφαντία]] ή αυτός που αποβλέπει στη [[συκοφαντία]] (α. «συκοφαντική [[ενέργεια]]» β. «[[δίκην]]... συκοφαντικωτέραν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συκοφαντική [[δυσφήμιση]]»<br /><b>(νομ.)</b> [[ισχυρισμός]] ή [[διάδοση]] ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα [[πρόσωπο]] ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την [[πλευρά]] του συκοφάντη η [[μείωση]] και [[διαβολή]] της [[τιμής]] και της υπόληψης του θύματος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[επιδέξιος]] στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την [[πλευρά]] ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα [[προς]] αυτόν<br /><b>2.</b> [[σοφιστικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συκοφαντικά πνεύματα» — ο [[άνεμος]] [[συκοφαντίας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συκοφαντικώς</i> / <i>συκοφαντικῶς</i>, ΝΜΑ, και <i>συκοφαντικά</i> Ν<br />με συκοφαντικό τρόπο. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῡκοφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -[[κῶς]], σε Ισοκρ. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συκοφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς διαβολήν, ἢ ψευδῆ κατηγορίαν, Δημ. 967. 11, Φιλόστρ. 307. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 330, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῡκοφαντικός, ή, όν [from σῡκοφάντης]<br />[[slanderous]], [[calumnious]], Dem.: adv. -κῶς, Isocr. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[calumnious]], [[mean]], [[of an accusation]] | |||
}} | }} |