κροσσωτός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=krossotos
|Transliteration C=krossotos
|Beta Code=krosswto/s
|Beta Code=krosswto/s
|Definition=ή, όν, also ός, όν Lyc.1102:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[tasselled]], [[fringed]], [[l.c.]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Luc.</span>28</span>, <span class="bibl">Poll.4.120</span>, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>1273.14</span> (iii A. D.): Subst. [[κροσσωτός]] (''[[sc.]]'' [[χιτών]]), ὁ, <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">Ps.</span> 44(45).14</span>; cf. [[κροκωτός]] <span class="bibl">2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> (κρόσσαι) [[stepped]], <b class="b3">σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ</b>, of a wall, Lyc.291 ([[varia lectio|v.l.]] κορς-).</span>
|Definition=κροσσωτή, κροσσωτόν, also ός, όν Lyc.1102:—<br><span class="bld">A</span> [[tasselled]], [[fringed]], [[l.c.]], Plu.''Luc.''28, Poll.4.120, ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''1273.14 (iii A. D.): Subst. [[κροσσωτός]] (''[[sc.]]'' [[χιτών]]), ὁ, [[LXX]] ''Ps.'' 44(45).14; cf. [[κροκωτός]] 2.<br><span class="bld">II</span> ([[κρόσσαι]]) [[stepped]], <b class="b3">σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ</b>, of a wall, Lyc.291 ([[varia lectio|v.l.]] κορς-).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κροσσωτός --όν [κροσσοί: kwast, franje] [[met franjes]], [[van franjes voorzien]].
|elnltext=κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] [[met franjes]], [[van franjes voorzien]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κροσσωτός Medium diacritics: κροσσωτός Low diacritics: κροσσωτός Capitals: ΚΡΟΣΣΩΤΟΣ
Transliteration A: krossōtós Transliteration B: krossōtos Transliteration C: krossotos Beta Code: krosswto/s

English (LSJ)

κροσσωτή, κροσσωτόν, also ός, όν Lyc.1102:—
A tasselled, fringed, l.c., Plu.Luc.28, Poll.4.120, POxy.1273.14 (iii A. D.): Subst. κροσσωτός (sc. χιτών), ὁ, LXX Ps. 44(45).14; cf. κροκωτός 2.
II (κρόσσαι) stepped, σταυροῖσι -ωτὴ πτέρυξ, of a wall, Lyc.291 (v.l. κορς-).

German (Pape)

[Seite 1513] betroddelt, mit Troddeln, Quasten versehen, verbrämt; ἐσθής Poll. 4, 120; ῥαφαί Lycophr. 1102; a. Sp., wie VLL.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
garni d'une frange ou d'une bordure.
Étymologie: κροσσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κροσσωτός -ή -όν [κροσσοί: kwast, franje] met franjes, van franjes voorzien.

Russian (Dvoretsky)

κροσσωτός: обшитый бахромой (ἐφεστρίς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κροσσωτός: -ή, -όν, ἔχων κροσσούς, θυσάνους, Λυκόφρ. 1102, Πλουτ. Λυκ. 28, Ἑβδ. (Ψαλ. ΜΔ΄, 15)· πρβλ. κροκωτός· ― ὡς οὐσιαστ., κροσσωτὸς (δηλ. χιτών), ὁ, ὁ, χιτὼν μετὰ κροσσῶν, Κλήμ. Ἀλ. 236, Εὐστ., κτλ. ― Ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 541. 8, Γουδ. Ἐτυμ. 349. 33, κροσσόω ῥῆμα κατὰ συνθήκην πλασθὲν χάριν τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κροσσωτός, -όν, θηλ. και, -ή)
αυτός που έχει κρόσσια, θυσανωτός
νεοελλ.
ανατ. φρ. «κροσωτό επιθήλιο» — επιθηλιακός ιστός του οποίου τα κύτταρα φέρουν κροσσούς με την κίνηση τών οποίων επιτυγχάνεται η αποβολή ξένων σωματιδίων ή απεκκριμάτων από την κοιλότητα του σώματος την οποία αυτά επενδύουν, αλλ. βλεφαριδωτό επιθήλιο
αρχ.
1. ζωγραφισμένος τοίχος
2. το αρσ. ως ουσ.κροσσωτός
χιτώνας με κρόσσια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόσσαι + -ωτός (πρβλ. θυσανωτός)
η λ. αρχικά σήμαινε τον διακοσμημένο τοίχο και στη συνέχεια η σημ. της επεκτάθηκε και στη διακόσμηση υφασμάτων].