ἀνετέον: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aneteon | |Transliteration C=aneteon | ||
|Beta Code=a)nete/on | |Beta Code=a)nete/on | ||
|Definition=(ἀνίημι) < | |Definition=([[ἀνίημι]])<br><span class="bld">A</span> [[one must relax]], Pl.''Sph.''254b: c. gen., τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.''Oec.''p.73 J.; [[one must loosen]], Gal.17(1).434; [[one must let slip]], [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 217c, ''Plt.''291c.<br><span class="bld">2</span> [[one must permit]], Sor.1.108.<br><span class="bld">3</span> [[one must dilute]], Orib.''Fr.''54. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que dilatar]] ταύτην (σφίγξιν) ésta (la constricción en las venas)</i>, Gal.17(1).434<br /><b class="num">•</b>fig. οὐκ [[ἀνετέον]] πρὶν ἄν no hay que cejar hasta que</i> Pl.<i>Sph</i>.254b, cf. <i>Smp</i>.217c<br /><b class="num">•</b>c. gen. τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.<i>Oec</i>.73.<br /><b class="num">2</b> [[hay que dejar]] οὐκ ... κλαίειν [[ἀνετέον]] αὐτό no hay que dejarle llorar (al niño de pecho)</i>, Sor.81.25.<br /><b class="num">3</b> [[hay que diluir]] Orib.<i>Ec</i>.53.5. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνετέον:''' Plat. adj. verb. к [[ἀνίημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνίημι]] = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ [[συζήτησις]], Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον [[εἶναι]] τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C. | |lstext='''ἀνετέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἀνίημι]] = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ [[συζήτησις]], Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον [[εἶναι]] τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ [[ἀνετέον]], ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνίημι]], αυτό που πρέπει να αφήσει [[κάποιος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀνετέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἀνίημι]], αυτό που πρέπει να αφήσει [[κάποιος]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
(ἀνίημι)
A one must relax, Pl.Sph.254b: c. gen., τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.p.73 J.; one must loosen, Gal.17(1).434; one must let slip, Pl.Smp. 217c, Plt.291c.
2 one must permit, Sor.1.108.
3 one must dilute, Orib.Fr.54.
Spanish (DGE)
1 hay que dilatar ταύτην (σφίγξιν) ésta (la constricción en las venas), Gal.17(1).434
•fig. οὐκ ἀνετέον πρὶν ἄν no hay que cejar hasta que Pl.Sph.254b, cf. Smp.217c
•c. gen. τῆς ἀκριβεστέρας οἰκονομίας Phld.Oec.73.
2 hay que dejar οὐκ ... κλαίειν ἀνετέον αὐτό no hay que dejarle llorar (al niño de pecho), Sor.81.25.
3 hay que diluir Orib.Ec.53.5.
Russian (Dvoretsky)
ἀνετέον: Plat. adj. verb. к ἀνίημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἀνίημι = δεῖ ἀνιέναι, περὶ δὲ τοῦ σοφιστοῦ που δῆλον ὡς οὐκ ἀνετέον, ὅτι δὲν πρέπει ν’ ἀφήσωμεν νὰ χαλαρώσῃ ἡ συζήτησις, Πλατ. Σοφ. 254Β, ἔδοξέ μοι ἐπιθετέον εἶναι τῷ ἀνδρὶ ... καὶ οὐκ ἀνετέον, ὅτι πρέπει νὰ ἐπιτεθῶ κατὰ τοῦ ἀνδρὸς καὶ νὰ μὴ ἐγκαταλίπω τὴν ἰδέαν, ὁ αὐτ. Συμπ. 217C, Πολιτ. 219C.
Greek Monotonic
ἀνετέον: ρημ. επίθ. του ἀνίημι, αυτό που πρέπει να αφήσει κάποιος, σε Πλάτ.