ἐξαλλοτριόω: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
m (LSJ1 replacement) |
|||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksallotrioo | |Transliteration C=eksallotrioo | ||
|Beta Code=e)callotrio/w | |Beta Code=e)callotrio/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[export]], Str.5.1.9.<br><span class="bld">II</span> [[divert]], [[alienate]], πόρον εἰς ἑτέρας χρείας ''BSA''17.229 (Pamphyl.), cf. ''PGiss.''2.24 (ii B. C.).<br><span class="bld">2</span> [[alienate]], [[estrange]], τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39; τοὺς πολλοὺς πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.''M.''2.42:—Pass., to [[be estranged]], [[LXX]] ''1 Ma.''12.10. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">I</b> c. ac. de pers.<br /><b class="num">1</b> c. gen. [[distanciar de]], [[convertir en extraño]] en v. pas. πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν para no vernos convertidos en extraños a vuestros ojos</i> [[LXX]] 1<i>Ma</i>.12.10.<br /><b class="num">2</b> c. ac. de pers. [[enajenar]], [[soliviantar]], [[poner fuera de sí]] τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39, c. πρός y ac. διαβολαῖς αὐτοὺς ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.<i>M</i>.2.42.<br /><b class="num">II</b> jur., econ., c. ac. de cosa [[enajenar]], [[transmitir a otros o a sí mismo la propiedad de un bien de titularidad ajena, gener. de modo indebido]] [[ἔθος]] ποιῆσαι, θήλειαν (ἵππον) μὴ ἐξαλλοτριοῦν Str.5.1.9<br /><b class="num">•</b>frec. en disposiciones testamentarias y funerarias μὴ ἐχέτω [δὲ ἐξου] σίαν μηθεὶς μήτε ἀποδόσθαι τὸ Μουσεῖον ... μήτε καταθέμεν, μήτε διαλλάξασθαι, μήτε ἐξαλλοτριῶσαι τρόπῳ μηθενί nadie tendrá permiso para vender el Museo ni para hipotecarlo, intercambiarlo o enajenarlo de ninguna manera</i>, <i>IMaff</i>.31.2.14 (Tera III a.C.), cf. <i>IPerge</i> 77.10 (I/II d.C.), μηδενὶ δὲ ἐξέστω τοῦτο τὸ μνημῆον ... μήτε πωλῆσαι μὴτε ἐξαλλοτριῶσαι <i>ISmyrna</i> 210.5 (imper.), cf. <i>SEG</i> 46.1506.7 (Filadelfia I/II d.C.), <i>IEphesos</i> 1653.5 (imper.), ἑτέρῳ δὲ οὐδενὶ ἐ[ξ] έσται θεῖναί τινα οὐδὲ ἐξαλλοτριῶσαι οὐδὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἐκκόψαι <i>TAM</i> 5.1157.2 (Tiatira)<br /><b class="num">•</b>en contratos de matrimonio μὴ ἐξέστω αὐτῷ ... τῶν ὑπαρχόντων μηδὲν ἐξαλλοτριοῦν <i>PGiss</i>.2.1.24 (II a.C.)<br /><b class="num">•</b>en contratos de venta (ἀρούρας) μήτε πωλεῖν μηδὲ ὑποτίθεσθαι μηδὲ ἐξαλλοτριοῖν μηδὲ ἑτέροις καταλείπειν <i>PMich.Teb</i>.322a.30 (I d.C.), en v. pas. <i>SB</i> 9109.6 (I d.C.), <i>POxy</i>.100.12 (II d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξαλλοτριόω''': [[ἐπιτρέπω]] τι νὰ ἀχθῇ εἰς ξένον τόπον, πωλῶ εἰς ξένους, Στράβων 215. ΙΙ. ἀποξενώνω, διαβολαῖς (τοὺς πολλοὺς ὁ δημαγωγὸς) ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 41. | |lstext='''ἐξαλλοτριόω''': [[ἐπιτρέπω]] τι νὰ ἀχθῇ εἰς ξένον τόπον, πωλῶ εἰς ξένους, Στράβων 215. ΙΙ. ἀποξενώνω, διαβολαῖς (τοὺς πολλοὺς ὁ δημαγωγὸς) ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 41. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξαλλοτριόω:''' отчуждать (διαβολαῖς τινα πρός τινα Sext.). | |elrutext='''ἐξαλλοτριόω:''' [[отчуждать]] (διαβολαῖς τινα πρός τινα Sext.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
A export, Str.5.1.9.
II divert, alienate, πόρον εἰς ἑτέρας χρείας BSA17.229 (Pamphyl.), cf. PGiss.2.24 (ii B. C.).
2 alienate, estrange, τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39; τοὺς πολλοὺς πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.M.2.42:—Pass., to be estranged, LXX 1 Ma.12.10.
Spanish (DGE)
I c. ac. de pers.
1 c. gen. distanciar de, convertir en extraño en v. pas. πρὸς τὸ μὴ ἐξαλλοτριωθῆναι ὑμῶν para no vernos convertidos en extraños a vuestros ojos LXX 1Ma.12.10.
2 c. ac. de pers. enajenar, soliviantar, poner fuera de sí τὸν πολιτικὸν ὄχλον D.H.11.39, c. πρός y ac. διαβολαῖς αὐτοὺς ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους S.E.M.2.42.
II jur., econ., c. ac. de cosa enajenar, transmitir a otros o a sí mismo la propiedad de un bien de titularidad ajena, gener. de modo indebido ἔθος ποιῆσαι, θήλειαν (ἵππον) μὴ ἐξαλλοτριοῦν Str.5.1.9
•frec. en disposiciones testamentarias y funerarias μὴ ἐχέτω [δὲ ἐξου] σίαν μηθεὶς μήτε ἀποδόσθαι τὸ Μουσεῖον ... μήτε καταθέμεν, μήτε διαλλάξασθαι, μήτε ἐξαλλοτριῶσαι τρόπῳ μηθενί nadie tendrá permiso para vender el Museo ni para hipotecarlo, intercambiarlo o enajenarlo de ninguna manera, IMaff.31.2.14 (Tera III a.C.), cf. IPerge 77.10 (I/II d.C.), μηδενὶ δὲ ἐξέστω τοῦτο τὸ μνημῆον ... μήτε πωλῆσαι μὴτε ἐξαλλοτριῶσαι ISmyrna 210.5 (imper.), cf. SEG 46.1506.7 (Filadelfia I/II d.C.), IEphesos 1653.5 (imper.), ἑτέρῳ δὲ οὐδενὶ ἐ[ξ] έσται θεῖναί τινα οὐδὲ ἐξαλλοτριῶσαι οὐδὲ τὴν ἐπιγραφὴν ἐκκόψαι TAM 5.1157.2 (Tiatira)
•en contratos de matrimonio μὴ ἐξέστω αὐτῷ ... τῶν ὑπαρχόντων μηδὲν ἐξαλλοτριοῦν PGiss.2.1.24 (II a.C.)
•en contratos de venta (ἀρούρας) μήτε πωλεῖν μηδὲ ὑποτίθεσθαι μηδὲ ἐξαλλοτριοῖν μηδὲ ἑτέροις καταλείπειν PMich.Teb.322a.30 (I d.C.), en v. pas. SB 9109.6 (I d.C.), POxy.100.12 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 866] an Fremde verkaufen, Strab. 5, 1, 9; – entfremden, τινὰ πρός τινα, Sest. Emp. adv. rhet. 42.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαλλοτριόω: ἐπιτρέπω τι νὰ ἀχθῇ εἰς ξένον τόπον, πωλῶ εἰς ξένους, Στράβων 215. ΙΙ. ἀποξενώνω, διαβολαῖς (τοὺς πολλοὺς ὁ δημαγωγὸς) ἐξαλλοτριοῖ πρὸς τοὺς ἀρίστους Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 41.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαλλοτριόω: отчуждать (διαβολαῖς τινα πρός τινα Sext.).