ὁμοιόπτωτος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(3b)
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoioptotos
|Transliteration C=omoioptotos
|Beta Code=o(moio/ptwtos
|Beta Code=o(moio/ptwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with a similar inflexion, in a like case</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>14</span>,<span class="bibl">2.853b</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>124.26</span>, al., Quint.9.3.80, <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>1.226</span> ; <b class="b3">τὰ ὁ</b>., of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.162 S., Rutil.2.13,al. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Astrol., <b class="b2">corresponding</b>, ζῴδια <span class="bibl">Vett.Val.19.10</span>.</span>
|Definition=ὁμοιόπτωτον,<br><span class="bld">A</span> [[with a similar inflection]], [[in a like case]], Plu.''Demetr.''14,2.853b, A.D.''Synt.''124.26, al., Quint.9.3.80, S.E. ''M.''1.226; <b class="b3">τὰ ὁ.</b>, of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.''Rh.''1.162 S., Rutil.2.13,al.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[corresponding]], ζῴδια Vett.Val.19.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόπτωτος:''' [[стоящий в одном и том же падеже]], [[сходный по падежной форме]] (ὀνόματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[ισόπτωτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόπτωτος:''' стоящий в одном и том же падеже, сходный по падежной форме (ὀνόματα Plut.).
}}
}}