ὁμοιόπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoioptotos
|Transliteration C=omoioptotos
|Beta Code=o(moio/ptwtos
|Beta Code=o(moio/ptwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">with a similar inflection, in a like case</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>14</span>,<span class="bibl">2.853b</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Synt.</span>124.26</span>, al., Quint.9.3.80, <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>1.226</span> ; <b class="b3">τὰ ὁ</b>., of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.162 S., Rutil.2.13,al. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., [[corresponding]], ζῴδια <span class="bibl">Vett.Val.19.10</span>.</span>
|Definition=ὁμοιόπτωτον,<br><span class="bld">A</span> [[with a similar inflection]], [[in a like case]], Plu.''Demetr.''14,2.853b, A.D.''Synt.''124.26, al., Quint.9.3.80, S.E. ''M.''1.226; <b class="b3">τὰ ὁ.</b>, of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.''Rh.''1.162 S., Rutil.2.13,al.<br><span class="bld">2</span> Astrol., [[corresponding]], ζῴδια Vett.Val.19.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0335.png Seite 335]] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόπτωτος:''' [[стоящий в одном и том же падеже]], [[сходный по падежной форме]] (ὀνόματα Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
|lstext='''ὁμοιόπτωτος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν [[ὁμοιοτέλευτος]], [[γαμητέον]]· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ [[δουλευτέον]] Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. [[ὁμοιόπτωτος]], Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>t. de gramm.</i> qui est au même cas.<br />'''Étymologie:''' [[ὅμοιος]], [[πίπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ισό</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁμοιόπτωτος]], -ον)<br />αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην [[ίδια]] [[γραμματική]] [[πτώση]] με κάποιον άλλον («[[ομοιόπτωτος]] [[προσδιορισμός]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) <i>τὰ ὁμοιόπτωτα</i> ή <i>τo ὁμοιόπτωτον</i><br />ρητορικό [[σχήμα]] στο οποίο γινόταν [[χρήση]] ομοιόπτωτων λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[λέξη]]) αυτός που έχει την [[ίδια]] [[κατάληξη]] με κάποιον [[άλλο]], [[ομοιοτέλευτος]]<br /><b>2.</b> (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον [[άλλο]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ομοιοπτώτως</i> και <i>ομοιόπτωτα</i> (Α ὁμοιοπτώτως)<br />με ομοιόπτωτο τρόπο, στην [[ίδια]] [[πτώση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), [[πρβλ]]. [[ισόπτωτος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμοιόπτωτος:''' стоящий в одном и том же падеже, сходный по падежной форме (ὀνόματα Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιόπτωτος Medium diacritics: ὁμοιόπτωτος Low diacritics: ομοιόπτωτος Capitals: ΟΜΟΙΟΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: homoióptōtos Transliteration B: homoioptōtos Transliteration C: omoioptotos Beta Code: o(moio/ptwtos

English (LSJ)

ὁμοιόπτωτον,
A with a similar inflection, in a like case, Plu.Demetr.14,2.853b, A.D.Synt.124.26, al., Quint.9.3.80, S.E. M.1.226; τὰ ὁ., of the rhetorical figure in which such words are used, Phld.Rh.1.162 S., Rutil.2.13,al.
2 Astrol., corresponding, ζῴδια Vett.Val.19.10.

German (Pape)

[Seite 335] in gleichem Falle, Casus; ὀνόματα, S. Emp. adv. gramm. 226; Plut. Demetr. 14; auch adv., Choerob. 1316 E.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. qui est au même cas.
Étymologie: ὅμοιος, πίπτω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιόπτωτος: стоящий в одном и том же падеже, сходный по падежной форме (ὀνόματα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόπτωτος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν κατάληξιν ὁμοιοτέλευτος, γαμητέον· ὁμοιόπτωτόν τι τῷ δουλευτέον Πλουτ. Δημήτρ. 2. 14., 2. 853Β· ἔχων ὁμοίαν πτῶσιν, Ἀπολλών. περὶ Συντ. σ. 124, περὶ Ἀντωνυμ. 67Α. - Ἐπίρρ. ὁμοιόπτωτος, Κραμήρου Ἀν. τ. 4. σ. 273, 15, Φιλήμ. Λεξ. Τεχν. § 35, σ. 25.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμοιόπτωτος, -ον)
αυτός που τίθεται ή βρίσκεται στην ίδια γραμματική πτώση με κάποιον άλλον («ομοιόπτωτος προσδιορισμός»)
μσν.-αρχ.
(το ουδ. πληθ. ή εν. ως ουσ.) τὰ ὁμοιόπτωτα ή τo ὁμοιόπτωτον
ρητορικό σχήμα στο οποίο γινόταν χρήση ομοιόπτωτων λέξεων
αρχ.
1. (για λέξη) αυτός που έχει την ίδια κατάληξη με κάποιον άλλο, ομοιοτέλευτος
2. (για ζωδιακό αστερισμό) αυτός που αντιστοιχεί σε κάποιον άλλο.
επίρρ...
ομοιοπτώτως και ομοιόπτωτα (Α ὁμοιοπτώτως)
με ομοιόπτωτο τρόπο, στην ίδια πτώση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -πτωτος (< πίπτω), πρβλ. ισόπτωτος].