χειραγωγός: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(4b)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheiragogos
|Transliteration C=cheiragogos
|Beta Code=xeiragwgo/s
|Beta Code=xeiragwgo/s
|Definition=όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leading, guiding</b>, χ. ἀρχή <span class="title">Supp.Epigr.</span>8.464 (Egypt). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> Subst., <b class="b2">leader, guide</b>, ἔχει . . χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων <span class="bibl">Philem.127</span>; cf. <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>13.11</span>, Plu.2.794d: <b class="b3">τοῦ βίου τυφλὴ χ</b>. (of <b class="b3">Τύχη</b>), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι <span class="bibl">Lib.<span class="title">Or.</span>61.4</span>.</span>
|Definition=χειραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[leading]], [[guiding]], χ. ἀρχή ''Supp.Epigr.''8.464 (Egypt).<br><span class="bld">2</span> Subst., [[leader]], [[guide]], ἔχει.. χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. ''Act.Ap.''13.11, Plu.2.794d: <b class="b3">τοῦ βίου τυφλὴ χ.</b> (of [[Τύχη]]), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.''Or.''61.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1344.png Seite 1344]] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1344.png Seite 1344]] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄ , 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]].
|btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ и ἡ [[проводник]], [[вожатый или руководитель]] Plut., NT.
}}
{{ls
|lstext='''χειρᾰγωγός''': -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, [[ἔνθα]] ἴδε Wyttenb.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.)  
|txtha=χειραγωγον ([[χείρ]] and [[ἄγω]]), [[leading]] [[one]] by the [[hand]]: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; [[Plutarch]], others.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[χειραγωγός]] του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ [[σκότος]] καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί κάποιον, [[καθοδηγητής]] («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν [[χειραγωγός]]», Δίον. Αρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. [[βαρδαμάνα]] και βαρδατζέντα<br /><b>2.</b> ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό [[στήριγμα]] σε [[σκάλα]] σπιτιού, [[χειρολαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[χειραγωγός]] του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ [[σκότος]] καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί κάποιον, [[καθοδηγητής]] («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν [[χειραγωγός]]», Δίον. Αρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. [[βαρδαμάνα]] και βαρδατζέντα<br /><b>2.</b> ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό [[στήριγμα]] σε [[σκάλα]] σπιτιού, [[χειρολαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), [[πρβλ]]. [[δημαγωγός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ, [[κάποιος]] που οδηγεί κάποιον από το [[χέρι]], [[καθοδηγητής]], [[οδηγός]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ, [[κάποιος]] που οδηγεί κάποιον από το [[χέρι]], [[καθοδηγητής]], [[οδηγός]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ и ἡ проводник, вожатый или руководитель Plut., NT.
|mdlsjtxt=χειρ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,<br />one that leads by the [[hand]], a [[leader]], [[guide]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':ceiragwgÒj 黑而-阿哥哥士<br />'''詞類次數''':形,名(1)<br />'''原文字根''':手-帶領(者)<br />'''字義溯源''':用手帶領者,用手牽領,拉著手;由([[χείρ]])*=手)與([[ἄγω]])*=帶領)組成<br />'''出現次數''':總共(1);徒(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 用手牽領(1) 徒13:11
}}
}}

Latest revision as of 10:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρᾰγωγός Medium diacritics: χειραγωγός Low diacritics: χειραγωγός Capitals: ΧΕΙΡΑΓΩΓΟΣ
Transliteration A: cheiragōgós Transliteration B: cheiragōgos Transliteration C: cheiragogos Beta Code: xeiragwgo/s

English (LSJ)

χειραγωγόν,
A leading, guiding, χ. ἀρχή Supp.Epigr.8.464 (Egypt).
2 Subst., leader, guide, ἔχει.. χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. Act.Ap.13.11, Plu.2.794d: τοῦ βίου τυφλὴ χ. (of Τύχη), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.Or.61.4.

German (Pape)

[Seite 1344] an der Hand führend, anleitend, Plut. adv. Stoic. 10 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui conduit par la main ; ὁ ouχειραγωγός PLUT guide, conducteur, conductrice.
Étymologie: χείρ, ἄγω.

Russian (Dvoretsky)

χειρᾰγωγός: ὁ и ἡ проводник, вожатый или руководитель Plut., NT.

Greek (Liddell-Scott)

χειρᾰγωγός: -όν, ὁ ἀπὸ τῆς χειρὸς ὁδηγῶν, ἔχει .. χ. τὸν πλοῦτον Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 36. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Πράξ. Ἀποστ. ιγ΄, 11, Πλούτ. 2. 794D· χ. τυφλὸς βίου Πλούτ. 2. 98Β, ἔνθα ἴδε Wyttenb.

English (Strong)

from χείρ and a reduplicated form of ἄγω; a hand-leader, i.e. personal conductor (of a blind person): some to lead by the hand.

English (Thayer)

χειραγωγον (χείρ and ἄγω), leading one by the hand: Artemidorus Daldianus, oneir. 1,48; Plutarch, others.)

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το χέρι (α. «χειραγωγός του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)
2. αυτός που καθοδηγεί κάποιον, καθοδηγητής («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν χειραγωγός», Δίον. Αρ.)
νεοελλ.
1. ναυτ. σχοινί στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. βαρδαμάνα και βαρδατζέντα
2. ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα σε σκάλα σπιτιού, χειρολαβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημαγωγός].

Greek Monotonic

χειρᾰγωγός: ὁ, κάποιος που οδηγεί κάποιον από το χέρι, καθοδηγητής, οδηγός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

χειρ-ᾰγωγός, οῦ, ὁ,
one that leads by the hand, a leader, guide, NTest.

Chinese

原文音譯:ceiragwgÒj 黑而-阿哥哥士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:手-帶領(者)
字義溯源:用手帶領者,用手牽領,拉著手;由(χείρ)*=手)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 用手牽領(1) 徒13:11