3,274,277
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=cheiragogos | |Transliteration C=cheiragogos | ||
|Beta Code=xeiragwgo/s | |Beta Code=xeiragwgo/s | ||
|Definition= | |Definition=χειραγωγόν,<br><span class="bld">A</span> [[leading]], [[guiding]], χ. ἀρχή ''Supp.Epigr.''8.464 (Egypt).<br><span class="bld">2</span> Subst., [[leader]], [[guide]], ἔχει.. χ. τὸν πλοῦτον ὁ γέρων Philem.127; cf. ''Act.Ap.''13.11, Plu.2.794d: <b class="b3">τοῦ βίου τυφλὴ χ.</b> (of [[Τύχη]]), ib.98b; θεοῖς ἕπεσθαι χειραγωγοῖς ἡγούμενοι Lib.''Or.''61.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui conduit par la main ; ὁ <i>ou</i> ἡ [[χειραγωγός]] PLUT guide, conducteur, conductrice.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], [[ἄγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ и ἡ [[проводник]], [[вожатый или руководитель]] Plut., NT. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[χειραγωγός]] του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ [[σκότος]] καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί κάποιον, [[καθοδηγητής]] («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν [[χειραγωγός]]», Δίον. Αρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. [[βαρδαμάνα]] και βαρδατζέντα<br /><b>2.</b> ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό [[στήριγμα]] σε [[σκάλα]] σπιτιού, [[χειρολαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), | |mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί κάποιον κρατώντας τον από το [[χέρι]] (α. «[[χειραγωγός]] του τυφλού» β. «ἔπεσεν ἐπ' αὐτὸν ἀχλὺς καὶ [[σκότος]] καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς», ΚΔ)<br /><b>2.</b> αυτός που καθοδηγεί κάποιον, [[καθοδηγητής]] («ὁ κοινὸς ἡμῶν ἐπὶ τὴν φωτοδοσίαν [[χειραγωγός]]», Δίον. Αρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ναυτ.</b> [[σχοινί]] στις πλευρές σκάλας ή γέφυρας πλοίου για να στηρίζονται όσοι ανεβοκατεβαίνουν ή διέρχονται από αυτήν, κν. [[βαρδαμάνα]] και βαρδατζέντα<br /><b>2.</b> ανάλογο, ξύλινο ή μεταλλικό [[στήριγμα]] σε [[σκάλα]] σπιτιού, [[χειρολαβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ἄγω</i>), [[πρβλ]]. [[δημαγωγός]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ, [[κάποιος]] που οδηγεί κάποιον από το [[χέρι]], [[καθοδηγητής]], [[οδηγός]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''χειρᾰγωγός:''' ὁ, [[κάποιος]] που οδηγεί κάποιον από το [[χέρι]], [[καθοδηγητής]], [[οδηγός]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |