τρίσμακαρ: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(nl) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trismakar | |Transliteration C=trismakar | ||
|Beta Code=tri/smakar | |Beta Code=tri/smakar | ||
|Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, | |Definition=ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for [[μάκαρ]], [[thrice-blessed]], Od.6.154, 155, Ar.''Pax''1332, ''AP''5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form <b class="b3">τρὶς μάκαρ</b> is supported by the phrase <b class="b3">τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις</b> in Od.5.306 ([[τρισμάκαρες]] codd.), cf. Hes.''Fr.''81.7 and [[τρισμακάριστος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] | |mltxt=-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />[[τρισευλογημένος]], αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει [[κανείς]] πολλές φορές («Ἰωσὴφ [[τρισμάκαρ]], κήδευσον τὸ [[σῶμα]] Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτ. <i>τρισ</i>- / <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μάκαρ]] «[[ευτυχής]], [[μακάριος]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίσμᾰκᾰρ:''' ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,<br />[[thrice]]-blessed, Od., Ar., etc. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ᾰρος, ὁ, ἡ, strengthened for μάκαρ, thrice-blessed, Od.6.154, 155, Ar.Pax1332, AP5.254.17 (Paul. Sil.), etc.:—the divided form τρὶς μάκαρ is supported by the phrase τρὶς μάκαρες καὶ τετράκις in Od.5.306 (τρισμάκαρες codd.), cf. Hes.Fr.81.7 and τρισμακάριστος.
German (Pape)
[Seite 1147] αρος, das verstärkte μάκαρ, dreimal, sehr, höchst glückselig; Od. 6, 154. 155; τρισμάκαρες καὶ τετράκις, 5, 306; sp. D., wie Mel. 7 (XII, 52); auch Luc. Vit. auct. 12.
French (Bailly abrégé)
αρος (ὁ, ἡ)
c. τρισμακάριος.
Greek Monolingual
-αρος, ὁ, ἡ, ΜΑ
τρισευλογημένος, αυτός που του αξίζει να τον μακαρίζει κανείς πολλές φορές («Ἰωσὴφ τρισμάκαρ, κήδευσον τὸ σῶμα Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότου», Ακολ. Μεγ. Παρασκευής).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρισ- / τρι- + μάκαρ «ευτυχής, μακάριος»].
Greek Monotonic
τρίσμᾰκαρ: -ᾰρος, ὁ, ἡ, τρεις φορές ευτυχισμένος, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίσ-μακαρ -αρος, ook los τρὶς μάκαρ, driewerf gelukzalig.
Russian (Dvoretsky)
τρίσμᾰκᾰρ: ᾰρος adj. трижды блаженный, в высшей степени счастливый Hom., Arph., Luc., Anth.
Middle Liddell
τρίσ-μᾰκαρ, ᾰρος, ὁ, ἡ,
thrice-blessed, Od., Ar., etc.