εὔπειστος: Difference between revisions
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eypeistos | |Transliteration C=eypeistos | ||
|Beta Code=eu)/peistos | |Beta Code=eu)/peistos | ||
|Definition= | |Definition=εὔπειστον, ([[πείθομαι]]) of persons,<br><span class="bld">A</span> [[easily persuaded]], [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]'' 1151b10.<br><span class="bld">2</span> [[easy to demonstrate]], Id.''LI''969b22; [[easy to convince people of]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''151 (anap., [[varia lectio|v.l.]] <b class="b3">εὔπιστ-</b>). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:37, 25 August 2023
English (LSJ)
εὔπειστον, (πείθομαι) of persons,
A easily persuaded, Arist.EN 1151b10.
2 easy to demonstrate, Id.LI969b22; easy to convince people of, S.Aj.151 (anap., v.l. εὔπιστ-).
German (Pape)
[Seite 1087] leicht zu überreden, gehorsam, folgsam, Arist. Eth. 7, 10. Bei Xen. Cyr. 1, 2, 12 u. Hipparch. 9, 3 wird jetzt εὔπιστος geschrieben, u. so ist auch Soph. Ai. 151 zu lesen, wo Herm. u. Lob. εὔπειστος vorziehen, was dann von Sachen gesagt wäre.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sujet de quoi il est facile de persuader.
Étymologie: εὖ, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
εὔπειστος: Arst. = εὐπειθής 4.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπειστος: -ον, (πείθομαι) ἐπὶ προσώπων, εὐκόλως πειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2: πρβλ. εὔπιστος.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπειστος, -ον και για πρόσωπα εὔπιστος, -ον)
αυτός που πείθεται εύκολα, ευκολόπιστος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που πείθει ή πιστεύεται εύκολα, ο πιθανός
2. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειστος (< πείθω), πρβλ. αμετάπειστος, δύσ-πειστος].
Greek Monotonic
εὔπειστος: -ον (πείθομαι), αυτός που εύκολα πείθεται, ευκολόπιστος, σε Αριστ.