κυκλίζω: Difference between revisions
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
(6_2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyklizo | |Transliteration C=kyklizo | ||
|Beta Code=kukli/zw | |Beta Code=kukli/zw | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[cause to revolve]], τὰ ἐναντία περὶ τὴν μένουσαν οὐσίαν Olymp. ''in Phd.''p.145 N.:—Pass., [[revolve]], ib.p.130 N., al.; to [[be enclosed as in a circle]], ἡ οἰκουμένη -ίζεται ἐν τέτταρσι μέρεσιν Agatharch.64.<br><span class="bld">II</span> intrans. in Act., [[revolve]], Dam.''Pr.'' 23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκλίζω''': [[περιστρέφω]] τι [[περί]] τι, τι [[περί]] τι Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 115. 23 Finckh. ― Παθ., περιστρέφομαι, [[αὐτόθι]] 21, κτλ.· ἐγκλείομαι ὡς ἐν κύκλῳ, Ἀγαθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 47. | |lstext='''κυκλίζω''': [[περιστρέφω]] τι [[περί]] τι, τι [[περί]] τι Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 115. 23 Finckh. ― Παθ., περιστρέφομαι, [[αὐτόθι]] 21, κτλ.· ἐγκλείομαι ὡς ἐν κύκλῳ, Ἀγαθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 47. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκλίζω]] (Α) [[κύκλος]]<br /><b>1.</b> [[περιστρέφω]]<br /><b>2.</b> (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[περικλείω]] με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ [[μεσημβρίας]]», Αγαθαρχ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
A cause to revolve, τὰ ἐναντία περὶ τὴν μένουσαν οὐσίαν Olymp. in Phd.p.145 N.:—Pass., revolve, ib.p.130 N., al.; to be enclosed as in a circle, ἡ οἰκουμένη -ίζεται ἐν τέτταρσι μέρεσιν Agatharch.64.
II intrans. in Act., revolve, Dam.Pr. 23.
German (Pape)
[Seite 1526] = κυκλέω, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλίζω: περιστρέφω τι περί τι, τι περί τι Ὀλυμπιόδ. ἐν Φαίδωνι 115. 23 Finckh. ― Παθ., περιστρέφομαι, αὐτόθι 21, κτλ.· ἐγκλείομαι ὡς ἐν κύκλῳ, Ἀγαθαρχ. περὶ Ἐρυθρ. Θαλ. σ. 47.
Greek Monolingual
κυκλίζω (Α) κύκλος
1. περιστρέφω
2. (ενεργ. και παθ.) περιστρέφομαι γύρω από κάτι
3. περικλείω με κύκλο («τῆς ὅλης οικουμένης, ἐν τέτταρσι κυκλιζομένης μέρεσιν, ἀνατολής, δύσεως, ἄρκτου καὶ μεσημβρίας», Αγαθαρχ.).