ἰσχιορρωγικός: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
(18) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ischiorrogikos | |Transliteration C=ischiorrogikos | ||
|Beta Code=i)sxiorrwgiko/s | |Beta Code=i)sxiorrwgiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἰσχιορρωγική, ἰσχιορρωγικόν, ([[ῥώξ]]) [[with broken hips]], [[limping]], <b class="b3">μέτρον ἰ.</b> an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also [[ἰσχιορρώξ]] (''[[sc.]]'' [[στίχος]]), ῶγος, ὁ, Tz.in ''An.Ox.''3.310. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[lendenlahm]], [[hinkend]]</i>, eigtl. mit gebrochenem [[Hüftknochen]]; – [[στίχος]], <i>ein jambischer [[Vers]], der an einer der [[Stellen]], die [[sonst]] den [[Spondeus]] nicht [[dulden]], bes. in dem fünften Fuße, einen [[Spondeus]] hat</i> (vgl. [[χωλίαμβος]]), Gramm. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰσχιορρωγικός:''' «[[с разбитыми бедрами]]», хромающий: ἰ. [[στίχος]] исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχιορρωγικός''': -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, [[στίχος]] ἰσχ., ἰαμβικὸς | |lstext='''ἰσχιορρωγικός''': -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, [[στίχος]] ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. [[χωλίαμβος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἰσχιορρωγικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει πάθει [[μετακίνηση]] τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος<br /><b>αρχ.</b><br />(για στίχους) <b>φρ.</b> «ἰσχιορρωγικον [[μέτρον]]» — [[εξάμετρος]] [[στίχος]] με σπονδείους στη β', δ' και στ' [[χώρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρώξ</i>, <i>ρωγ</i>-<i>ός</i> «[[ρωγμή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ρήγνυμι]]) με διπλασιασμό του αρκτικού <i>ρ</i>- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἰσχιορρωγική, ἰσχιορρωγικόν, (ῥώξ) with broken hips, limping, μέτρον ἰ. an iambic trimeter ending in five long syilables ascribed to Ananius, Gramm. Harl. in Studemund Ind. Lect. Vratisl. 1887/8p.16:—also ἰσχιορρώξ (sc. στίχος), ῶγος, ὁ, Tz.in An.Ox.3.310.
German (Pape)
ή, όν, lendenlahm, hinkend, eigtl. mit gebrochenem Hüftknochen; – στίχος, ein jambischer Vers, der an einer der Stellen, die sonst den Spondeus nicht dulden, bes. in dem fünften Fuße, einen Spondeus hat (vgl. χωλίαμβος), Gramm.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχιορρωγικός: «с разбитыми бедрами», хромающий: ἰ. στίχος исхиоррогический стих (ямбический стих со спондеем во 2-й, 4-й или 6-й стопе).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιορρωγικός: -ή, -όν, (ῥὼξ) ἔχων διερρωγότα τὰ ἰσχία, χωλαίνων, στίχος ἰσχ., ἰαμβικὸς μετὰ σπονδείων ἐν τῇ β΄, δ΄ καὶ ς΄ χώρᾳ. Γραμμ. παρὰ Tyrwh, Diss. De Babrio σ. 17· πρβλ. χωλίαμβος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἰσχιορρωγικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει πάθει μετακίνηση τών ισχίων, ο ξεγοφιασμένος
αρχ.
(για στίχους) φρ. «ἰσχιορρωγικον μέτρον» — εξάμετρος στίχος με σπονδείους στη β', δ' και στ' χώρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + ρώξ, ρωγ-ός «ρωγμή» (< ρήγνυμι) με διπλασιασμό του αρκτικού ρ- εν συνθέσει λόγω του προηγουμένου βραχέος φωνήεντος].