προσυπακούω: Difference between revisions
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosypakoyo | |Transliteration C=prosypakoyo | ||
|Beta Code=prosupakou/w | |Beta Code=prosupakou/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[listen to as well]], τι Pl.''Lg.''898d.<br><span class="bld">II</span> Gramm., [[understand something not expressed]], [[supply in thought]], Gal.16.740, Alex.Aphr.''in Sens.'' 105.13, Hierocl.''in CA''3p.423M.:—Pass., Phld.''Po.''5.10 (dub.), Ph. 1.443, Sch.Luc.''Anach.''17. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 24: | Line 24: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ- | |elnltext=προσ-υπακούω bovendien luisteren naar. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 25 August 2023
English (LSJ)
A listen to as well, τι Pl.Lg.898d.
II Gramm., understand something not expressed, supply in thought, Gal.16.740, Alex.Aphr.in Sens. 105.13, Hierocl.in CA3p.423M.:—Pass., Phld.Po.5.10 (dub.), Ph. 1.443, Sch.Luc.Anach.17.
German (Pape)
[Seite 785] (s. ἀκούω), dazu vernehmen, verstehen, τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι, Plat. Legg. X, 898 d; in Gedanken hinzusetzen, subaudire, Gramm.
Russian (Dvoretsky)
προσυπᾰκούω: сверх того понимать, иметь еще в виду: ὑπήκουσας τοῖς λόγοις τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι Plat. ты понял (мои) слова; имей же еще в виду следующее.
Greek (Liddell-Scott)
προσυπᾰκούω: ἐννοῶ τι μὴ ῥητῶς λεγόμενον, ἐξυπακούω, νοερῶς ἀκούω, ὑπονοῶ, τι Πλάτ. Νόμ. 898D· - συχν. παρὰ τοῖς γραμμ., ὡς τὸ Λατ. subaudire· οὕτω ῥηματ. ἐπίθ. προσυπακουστέον, δεῖ προσυπακούειν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 10, κτλ.
Greek Monolingual
ΜΑ
1. ακούω κάτι επί πλέον («κάλλιστα... ὑπήκουσας τοῖς λόγοις
τόδε δὲ προσυπάκουσον ἔτι», Πλάτ.)
2. κατανοώ κάτι που δεν εκφράζεται σαφώς, που υπονοείται («εἰς διάφορα προσυπακούεται το, Σὸς εἰμί
σὸς γὰρ εἰμι δοῦλος», Ιωάνν. Χρυσ.)
3. ανταποκρίνομαι σε κάποιον («θεός, ᾧ τὸ καινὸν ᾆσμα μέλπωμεν προσυπακούοντες τῷ ποιοῦν
τι θαυμάσια», Ευσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ + ὑπακούω «ακούω με προσοχή, κατανοώ λέξη που υπονοείται, ανταποκρίνομαι»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-υπακούω bovendien luisteren naar.