συνοίομαι: Difference between revisions
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
m (Text replacement - "τι" to "τι") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synoiomai | |Transliteration C=synoiomai | ||
|Beta Code=sunoi/omai | |Beta Code=sunoi/omai | ||
|Definition=aor. | |Definition=aor. -ῳήθην, [[hold the same opinion]], [[assent]], <b class="b3">ἐγὼ.. σ.</b> Pl. ''R.''500a; <b class="b3">εἰ.. αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ.</b> Id.''Tht.''171a: with neut. pron., <b class="b3">αὐτὸ τοῦτο σ.</b> assent to.., Id.''R.''500b; <b class="b3">καὶ τόδε συνοιήθητι</b> ib.517c. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
aor. -ῳήθην, hold the same opinion, assent, ἐγὼ.. σ. Pl. R.500a; εἰ.. αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ σ. Id.Tht.171a: with neut. pron., αὐτὸ τοῦτο σ. assent to.., Id.R.500b; καὶ τόδε συνοιήθητι ib.517c.
French (Bailly abrégé)
être du même avis ; τι en qch.
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίομαι [σύν, οἴομαι] van dezelfde mening zijn.
German (Pape)
(οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171a, Rep. VII.517c, καὶ τόδε ξυνοιήθητι.
Russian (Dvoretsky)
συνοίομαι: думать так же, соглашаться: καὶ τόδε ξυνοιήθητι Plat. согласись же и вот с чем.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοίομαι Α
έχω την ίδια γνώμη με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»].
Greek Monotonic
συνοίομαι: αόρ. αʹ -ῳήθην, αποθ., έχω την ίδια γνώμη με άλλους, συναινώ, συγκατανεύω, συμφωνώ, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίομαι: ἀόρ. -ῳήθην, ἀποθετ., ἔχω τὴν αὐτὴν γνώμην, συναινῶ, ἐγώ... ξ. Πλάτ. Πολ. 500Α· εἰ... αὐτὸς μὲν ᾤετο, τὸ δὲ πλῆθος μὴ συνοίεται ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ, 171Α· μετ’ οὐδετ. ἀντων., καὶ ἐγὼ ἀμέλει, ἔφη, ξυνοίομαι. οὐκοῦν καὶ αὐτὸ τοῦτο ξυνοίει. τοῦ..., συναινεῖς ὅτι..., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 500Β· καὶ τόδε ξυνοιήθητι αὐτόθι 517C.
Middle Liddell
aor1 -ῳήθην
Dep. to hold the same opinion with others, to assent, Plat.