ὀρεσκῷος: Difference between revisions

m
LSJ1 replacement
(29)
m (LSJ1 replacement)
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 7: Line 7:
|Transliteration B=oreskōos
|Transliteration B=oreskōos
|Transliteration C=oreskoos
|Transliteration C=oreskoos
|Beta Code=o)reskw=|os
|Beta Code=o)reskw=|os
|Definition=ον, (ὄρος, κεῖμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">lying on mountains, mountain-bred, wild</b>, of the Centaurs, Φῆρες <span class="bibl">Il.1.268</span> ; Κένταυροι <span class="bibl">Hes.<span class="title">Fr.</span>79.5</span> ; <b class="b3">αἶγες</b> <span class="bibl">Od.9.155</span> :—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>532</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>1277</span> (lyr.), <span class="bibl"><span class="title">Cyc.</span>247</span> ; also in Archil. ap. <span class="title">Lex.Mess.</span>p.409.</span>
|Definition=ὀρεσκῷον, ([[ὄρος]], [[κεῖμαι]]) [[lying on mountains]], [[mountain-bred]], [[wild]], of the Centaurs, Φῆρες Il.1.268; Κένταυροι Hes.''Fr.''79.5; [[αἶγες]] Od.9.155:—the Trag. form is ὀρεσκόος, ον, A.''Th.''532, E.''Hipp.''1277 (lyr.), ''Cyc.''247; also in Archil. ap. ''Lex.Mess.''p.409.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] wie [[ὀρεσίκοιτος]] (von [[κεῖμαι]]), in den Bergen sein Lager habend, im Gebirge hausend; ἐμάχοντο φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, Il. 1, 268, mit den Kentauren; αἶγες, Od. 9, 155; verschiedene Erklärungen der Alten s. beim Schol. zu der ersten Stelle u. Strab. VIII, 367; σκύλακες, Eur. Hipp. 1277.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0372.png Seite 372]] wie [[ὀρεσίκοιτος]] (von [[κεῖμαι]]), in den Bergen sein Lager habend, im Gebirge hausend; ἐμάχοντο φηρσὶν ὀρεσκῴοισι, Il. 1, 268, mit den Kentauren; αἶγες, Od. 9, 155; verschiedene Erklärungen der Alten s. beim Schol. zu der ersten Stelle u. Strab. VIII, 367; σκύλακες, Eur. Hipp. 1277.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a son gîte <i>ou</i> qui réside dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρεσκῷος''': -ον, ([[ὄρος]], [[κεῖμαι]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἀνατραφείς, [[ὀρεινός]], [[ἄγριος]], ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Φῆρες Ἰλ. Α. 268, [[ἔνθα]] ἴδε Heyne· Κένταυροι Ἡσ. Ἀποσπ. 31. 5· αἶγες Ὀδ. Ι. 155· - ὁ παρὰ τραγικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ὀρέσκοος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 532, Εὐρ. Ἱππ. 1277, Κύκλ. 247.
|lstext='''ὀρεσκῷος''': -ον, ([[ὄρος]], [[κεῖμαι]]) ὁ ἐπὶ τῶν ὀρέων ἀνατραφείς, [[ὀρεινός]], [[ἄγριος]], ἐπὶ τῶν Κενταύρων, Φῆρες Ἰλ. Α. 268, [[ἔνθα]] ἴδε Heyne· Κένταυροι Ἡσ. Ἀποσπ. 31. 5· αἶγες Ὀδ. Ι. 155· - ὁ παρὰ τραγικ. [[τύπος]] [[εἶναι]] ὀρέσκοος, ον, Αἰσχύλ. Θήβ. 532, Εὐρ. Ἱππ. 1277, Κύκλ. 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a son gîte <i>ou</i> qui réside dans les montagnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]], κο- pour κου- de *κοϜ-, κυϜ-, observer, surveiller.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρεσκῷος]] και ὀρεσκόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τους κενταύρους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>ὀρεσ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [II], <b>πρβλ.</b> [[ὀρέσβιος]]), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[κεῖμαι]] «βρίσκομαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος». Το μακρό [[φωνήεν]] <i>ῳ</i>- του β' συνθετικού -[[κῷος]] ([[αντί]] ενός αναμενόμενου -[[κοῖος]]), το οποίο οφείλεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
|mltxt=[[ὀρεσκῷος]] και ὀρεσκόος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανατρέφεται ή ανατράφηκε στα όρη, [[βουνήσιος]]<br /><b>2.</b> (ειδ. για τους κενταύρους) [[άγριος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>ὀρεσ</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρος]] [II], <b>πρβλ.</b> [[ὀρέσβιος]]), ενώ το β' συνθετικό ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[κεῖμαι]] «βρίσκομαι, [[είμαι]] ξαπλωμένος». Το μακρό [[φωνήεν]] <i>ῳ</i>- του β' συνθετικού -[[κῷος]] ([[αντί]] ενός αναμενόμενου -[[κοῖος]]), το οποίο οφείλεται [[κατά]] μία [[άποψη]] σε μετρικούς λόγους, παραμένει δυσερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεσκῷος:''' -ον ([[κεῖμαι]]), αυτός που βρίσκεται στα βουνά, που έχει ανατραφεί στα βουνά, λέγεται για τους Κενταύρους, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για κατσίκες, σε Ομήρ. Οδ.· στους Τραγ., [[ὀρέσκοος]], <i>-ον</i>, σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀρεσ-[[κῷος]], ον, [[κεῖμαι]]<br />[[lying]] on mountains, mountainbred, of the Centaurs, Il.; of goats, Od.:—the Trag. [[form]] is ὀρέσκους, ουν, Aesch., Eur.
}}
{{FriskDe
|ftr='''ὀρεσκῷος''': (''A'' 268, ι 155, Hes.''Fr''. 79, 5),<br />{oreskōĩos}<br />'''Forms''': ὀρεσκόος (A., E.)<br />'''Meaning''': [[in den Bergen hausend]].<br />'''Etymology''' : Zusammenbildung von [[ὄρος]] (s.d.) und [[κεῖμαι]] mit ο-Abtönung (vgl. z.B. [[δορυσσόος]] zu [[σείω]]); die unregelmäßige Länge (vgl. aind. -''śay''-''á''- [[liegend]]) ist wahrscheinlich metr. bedingt, das Jota analogisch nach [[κοῖτος]] u.a. Bechtel Lex. [[sub verbo|s.v.]] will mit Fick -οι- für -ῳ- schreiben; s. noch Schwyzer 450 A. 4 und 679 A. 4 m. Lit. Eine Neubildung (nach den Adj. auf -ιος) ist [[ὀρέσκιος]] Bein. des Dionysos (AP), ebenso [[ὀρεσκεύω]] [[in Bergen wohnen]] (Nik.).<br />'''Page''' 2,414
}}
}}