ἰθαρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=itharos
|Transliteration C=itharos
|Beta Code=i)qaro/s
|Beta Code=i)qaro/s
|Definition=[<b class="b3">ῐ], ά, όν</b>, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[cheerful]], [[glad]], in Comp. -ώτερος Alc.<span class="title">Supp.</span>4.18. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[pure]], κρᾶναι Simm.25.6; cf. <b class="b3">ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς</b>, Hsch.</span>
|Definition=[ῐ], ά, όν,<br><span class="bld">A</span> [[cheerful]], [[glad]], in Comp. ἰθαρώτερος Alc.''Supp.''4.18.<br><span class="bld">II</span> [[pure]], κρᾶναι Simm.25.6; cf. <b class="b3">ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1245.png Seite 1245]] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθᾰρός:''' (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. <i>μι</i>-[[αρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>].
|mltxt=[[ἰθαρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[εύθυμος]], [[χαρωπός]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἰθ</i>- του ρ. <i>ἰθ</i>-[[αίνω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[μιαρός]])<br />συνδέεται με το ινδοϊρανικό <i>idhra</i>- «[[καθάριος]]». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. [[κρήνη]], αποτελεί [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> και μαρτυρείται ως κύριο όν. [[κυρίως]] στη Μικρά Ασία [[αλλά]] και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη [[μορφή]] <i>Itarajo</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ἰθᾰρός:''' (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθᾰρός Medium diacritics: ἰθαρός Low diacritics: ιθαρός Capitals: ΙΘΑΡΟΣ
Transliteration A: itharós Transliteration B: itharos Transliteration C: itharos Beta Code: i)qaro/s

English (LSJ)

[ῐ], ά, όν,
A cheerful, glad, in Comp. ἰθαρώτερος Alc.Supp.4.18.
II pure, κρᾶναι Simm.25.6; cf. ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1245] wird von Hesych. sowohl "schnell", "leicht", als auch "rein", "heiter" erkl.; νάματα Simmi. (XV, 22). Vgl. das Vor.

Russian (Dvoretsky)

ἰθᾰρός: (ῑ) чистый, прозрачный (νάματα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰθαρός: ά, όν. παρ’ Ἡσυχ. «ἰθαραῖς· ταχείαις, κούφαις, ἱλαραῖς, καλαῖς, καθαραῖς», ὧν ἡ τελευταία σημασία ἐν Ἀνθ. Π. 15. 22, 10, κρανᾶν ἰθαρᾶν νᾶμα· - ἶθαρ, ὅπερ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει «εὐθέως, ταχέως», εἶναι ἁπλῶς τό Ὁμηρικὸν εἶθαρ.

Greek Monolingual

ἰθαρός, -ά, -όν (Α)
1. εύθυμος, χαρωπός
2. καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἰθ- του ρ. ἰθ-αίνω + κατάλ. -αρός (πρβλ. μιαρός)
συνδέεται με το ινδοϊρανικό idhra- «καθάριος». Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. της λ. κρήνη, αποτελεί γλώσσα του Ησύχ. και μαρτυρείται ως κύριο όν. κυρίως στη Μικρά Ασία αλλά και στη μυκηναϊκή (ως ανθρωπωνύμιο) με τη μορφή Itarajo].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: cheerful, clear
See also: s. αἰθήρ, αἴθω.

Frisk Etymology German

ἰθαρός: {itharós}
Meaning: heiter, klar, rein (Alk., Simm., AP)
See also: s. αἰθήρ und αἴθω.
Page 1,715