καινουργία: Difference between revisions

From LSJ

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
(Bailly1_3)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kainourgia
|Transliteration C=kainourgia
|Beta Code=kainourgi/a
|Beta Code=kainourgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">making new: innouation</b> in the state, <b class="b3">ταραχὴ καὶ κ</b>. <span class="bibl">Isoc.6.50</span>; of Christianity, prob. in <span class="title">OGI</span>569.18 (Arycanda, iv A. D.); <b class="b2">renewal, recreation</b>, τοῦ ὅλου <span class="bibl">Max.Tyr.41.4</span>; of <b class="b2">manufacture</b>, <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>12.2.9</span>, cf. <span class="bibl">D.H.<span class="title">Isoc.</span>9</span>, Hierocl.<span class="bibl">p.52A.</span></span>
|Definition=ἡ, making new: innouation in the state, <b class="b3">ταραχὴ καὶ κ.</b> Isoc.6.50; of Christianity, prob. in ''OGI''569.18 (Arycanda, iv A. D.); [[renewal]], [[recreation]], τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of [[manufacture]], J.''AJ''12.2.9, cf. D.H.''Isoc.''9, Hierocl.p.52A.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />innovation, <i>particul.</i> [[innovation politique]], [[révolution]].<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]].
}}
{{elru
|elrutext='''καινουργία:''' ἡ [[обновление]], [[изменение]], [[перемена]], [[переворот]] (ταραχὴ καὶ κ. Isocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργία''': ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ [[καινουργία]] Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
|lstext='''καινουργία''': ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ [[καινουργία]] Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ας () :<br />innovation, <i>particul.</i> innovation politique, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]].
|mltxt=[[καινουργία]], ἡ (AM) [[καινουργός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ανανέωση]], [[ανακαίνιση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[νεωτερισμός]], [[καινοτομία]]<br /><b>2.</b> [[μεταβολή]] [[πολιτική]] («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινουργία:''' ἡ, [[μεταβολή]], [[νεωτερισμός]], σε Ισοκρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καινουργία]], ἡ,<br />[[innovation]], Isocr. [from [[καινουργός]]
}}
}}

Latest revision as of 10:43, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργία Medium diacritics: καινουργία Low diacritics: καινουργία Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΑ
Transliteration A: kainourgía Transliteration B: kainourgia Transliteration C: kainourgia Beta Code: kainourgi/a

English (LSJ)

ἡ, making new: innouation in the state, ταραχὴ καὶ κ. Isoc.6.50; of Christianity, prob. in OGI569.18 (Arycanda, iv A. D.); renewal, recreation, τοῦ ὅλου Max.Tyr.41.4; of manufacture, J.AJ12.2.9, cf. D.H.Isoc.9, Hierocl.p.52A.

German (Pape)

[Seite 1295] ἡ, Neuerung, bes. im Staate; Isocr. 6, 50 ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾶττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν; Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
innovation, particul. innovation politique, révolution.
Étymologie: καινουργός.

Russian (Dvoretsky)

καινουργία:обновление, изменение, перемена, переворот (ταραχὴ καὶ κ. Isocr.).

Greek (Liddell-Scott)

καινουργία: ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ καινουργία Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.

Greek Monolingual

καινουργία, ἡ (AM) καινουργός
μσν.
ανανέωση, ανακαίνιση
αρχ.
1. νεωτερισμός, καινοτομία
2. μεταβολή πολιτική («ἐκ τῆς ταραχῆς καὶ καινουργίας θᾱττον ἂν μεταβολῆς τύχοιεν», Ισοκρ.).

Greek Monotonic

καινουργία: ἡ, μεταβολή, νεωτερισμός, σε Ισοκρ.

Middle Liddell

καινουργία, ἡ,
innovation, Isocr. [from καινουργός