πολυγηθής: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polygithis
|Transliteration C=polygithis
|Beta Code=polughqh/s
|Beta Code=polughqh/s
|Definition=Dor. πολῠ-γᾱθής, ές, (γηθέω) [[much-cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], ὧραι <span class="bibl">Il.21.450</span>; Διώνυσος <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>941</span>, <span class="bibl"><span class="title">Op.</span>614</span>, cf. <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>29.5</span>; Διὸς εὐναί <span class="bibl">Id.<span class="title">P.</span>2.28</span>; ὀρχηθμός <span class="title">AP</span>9.189, etc.: also voc. <b class="b3">-γηθε</b> (as if from <b class="b3">-γηθος</b>) <span class="bibl">Orph.<span class="title">H.</span>10.10</span>.
|Definition=Dor. [[πολυγαθής]], ές, ([[γηθέω]]) [[much-cheering]], [[delightful]], [[gladsome]], ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.''Th.''941, ''Op.''614, cf. Pi.''Fr.''29.5; Διὸς εὐναί Id.''P.''2.28; ὀρχηθμός ''AP''9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.''H.''10.10.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής &#91;[[πολύς]], [[γηθέω]]] [[vreugdevol]].
|elnltext=πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής &#91;[[πολύς]], [[γηθέω]]] [[vreugdevol]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 10:44, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγηθής Medium diacritics: πολυγηθής Low diacritics: πολυγηθής Capitals: ΠΟΛΥΓΗΘΗΣ
Transliteration A: polygēthḗs Transliteration B: polygēthēs Transliteration C: polygithis Beta Code: polughqh/s

English (LSJ)

Dor. πολυγαθής, ές, (γηθέω) much-cheering, delightful, gladsome, ὧραι Il.21.450; Διώνυσος Hes.Th.941, Op.614, cf. Pi.Fr.29.5; Διὸς εὐναί Id.P.2.28; ὀρχηθμός AP9.189, etc.: also voc. -γηθε (as if from -γηθος) Orph.H.10.10.

German (Pape)

[Seite 660] ές, viel erfreuend; Ὧραι, Il. 21, 450; Hes. O. 612 Διώνυσος, wie Th. 941; Pind. dor. πολυγαθής, Διὸς εὐναί, P. 2, 28; Διωνύσου πολυγηθέα τιμάν, frg. 5; sp. D., ὀρχηθμός Ep. ad. 521 (IX, 189), ὄλβος Maneth. 2, 158.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui cause une grande joie.
Étymologie: πολύς, γηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυγηθής -ές, Dor. πολυγᾱθής [πολύς, γηθέω] vreugdevol.

Russian (Dvoretsky)

πολυγηθής: дор. πολυγᾱθής 2 полный радости, радостный или радующий (Ὧραι Hom.; Διώνυσος Hes.; ὀρχηθμός Anth.).

English (Autenrieth)

ές (γηθέω): much-rejoicing, ‘ever gay,’ epithet of the Horae, conceived as never ceasing from the choral dance, Il. 21.450†.

Greek Monolingual

-ές, και δωρ. τ. πολυγαθής και πολύγηθος, -ον, Α
τερπνός, ευχάριστος («πολυγηθὴς Διώνυσσος», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γηθής / -γηθος (< γῆθος, τὸ «χαρά»), πρβλ. ευγηθής].

Greek Monotonic

πολυγηθής: Δωρ. -γᾰθής, -ές (γηθέω), πολύ εύθυμος, γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός, πολύ χαρούμενος, εξαιρετικά ευχάριστος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγηθής: Δωρ. -γᾱθής, ές, (γηθέω) ὁ πολὺ τέρπων, εὐφραίνων, εὐφρόσυνος, φαιδρός, Ὧραι Ἰλ. Φ. 450· Διώνυσος Ἡσ. Θ. 941, Ἔργ. κ. Ἡμ. 612, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 5. 5· Διὸς εὐναὶ Πινδ. Π. 2. 51· ὀρχηθμὸς Ἀνθ. Π. 9. 189, κτλ.

Middle Liddell

πολυ-γηθής, δοριξ πολυ-γᾱθής, ές γηθέω
much-cheering, delightful, gladsome, Il., Hes.