ἑτερόμορφος: Difference between revisions
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eteromorfos | |Transliteration C=eteromorfos | ||
|Beta Code=e(tero/morfos | |Beta Code=e(tero/morfos | ||
|Definition= | |Definition=ἑτερόμορφον, [[of different form]] or [[of diverse form]], Ael.''NA''12.16, Ph.1.655; opp. [[ἀνθρωποειδής]], Ptol. ''Tetr.''145; so of monstrosities, Alex.Aphr.''Pr.''2.47: hence [[ἑτερομορφία]], ἡ, [[monstrosity]], of the [[Minotaur]], Isid.''Etym.''11.3.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[d'une forme différente]].<br />'''Étymologie:''' [[ἕτερος]], [[μορφή]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑτερόμορφος''': -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655. | |lstext='''ἑτερόμορφος''': -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[άμορφος]], [[πολύμορφος]]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἑτερόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[μορφή]] διαφορετική από κάποιον [[άλλο]] ή απ' ό, τι [[είναι]] σύνηθες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική [[μορφή]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που έχει τερατογονική [[διάπλαση]], ο [[τερατόμορφος]]<br /><b>3.</b> (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις [[κατά]] την ανάπτυξή του<br /><b>4.</b> [[διμορφισμός]], η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική [[μορφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[άμορφος]], [[πολύμορφος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:44, 25 August 2023
English (LSJ)
ἑτερόμορφον, of different form or of diverse form, Ael.NA12.16, Ph.1.655; opp. ἀνθρωποειδής, Ptol. Tetr.145; so of monstrosities, Alex.Aphr.Pr.2.47: hence ἑτερομορφία, ἡ, monstrosity, of the Minotaur, Isid.Etym.11.3.9.
German (Pape)
[Seite 1049] von verschiedener Gestalt, Ael. N. A. 12, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une forme différente.
Étymologie: ἕτερος, μορφή.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόμορφος: -ον, ἔχων διάφορον μορφήν, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16, Φίλων 1. 655.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἑτερόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή διαφορετική από κάποιον άλλο ή απ' ό, τι είναι σύνηθες
νεοελλ.
1. αυτός που παρεκκλίνει από τη φυσιολογική μορφή
2. εκείνος που έχει τερατογονική διάπλαση, ο τερατόμορφος
3. (για έντομα) αυτός που υφίσταται μεταμορφώσεις κατά την ανάπτυξή του
4. διμορφισμός, η ύπαρξη ατόμων του ίδιου είδους με διαφορετική μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. άμορφος, πολύμορφος].