ὑπόφορος: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypoforos | |Transliteration C=ypoforos | ||
|Beta Code=u(po/foros | |Beta Code=u(po/foros | ||
|Definition= | |Definition=ὑπόφορον,<br><span class="bld">A</span> [[subject to tribute]], τισι ''Peripl.M.Rubr.''16, Plu.2.774c.<br><span class="bld">II</span> [[with hollow passages]], [[fistulous]], Gal.14.681; dub. cj. in Hp.''de Arte'' 10 ([[ὕπαφρον]] ([[quod vide|q.v.]]) codd.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:45, 25 August 2023
English (LSJ)
ὑπόφορον,
A subject to tribute, τισι Peripl.M.Rubr.16, Plu.2.774c.
II with hollow passages, fistulous, Gal.14.681; dub. cj. in Hp.de Arte 10 (ὕπαφρον (q.v.) codd.).
German (Pape)
[Seite 1239] 1) einem Tribut unterworfen, tributpflichtig, Plut. am. narr. 3. – 2) abschüssig, schlüpfrig. – Auch mit hohlen Gängen nach unten hin, fistulös, Medic.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tributaire de, τινι.
Étymologie: ὑποφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόφορος: обязанный платить дань: τινὰ ὑπόφορον λαβεῖν εἴς τι Plut. заставить кого-л. платить дань чем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφορος: -ον, ὁ εἰς φόρους ὑποκείμενος, φόρου ὑποτελής, Λατ. tributanius, vectigalis, Χαλκιδεῖς ὑποφόρους λαβὼν Πλούτ. 2. 774C, Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σ. 10, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 1. 6. ΙΙ. ὁ ἔχων κοίλους ὀχετούς, συρίγγια, ὅσα ὑπόφορα, καὶ κόλποι καὶ ἕλκη Γαλην. 14, 681, 17.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. ο υποκείμενος σε φόρο
2. αυτός που έχει κοίλους πόρους
3. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει συρίγγια («ὅσα ὑπόφορα καὶ κόλποι καὶ ἕλκη», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη σημ. «υποκείμενος σε φόρο» < ὑπ(ο)- + φόρος (< φέρω). Για τις άλλες σημ. πρβλ. ὑποφορά (< ὑποφέρω)].